Κυνηγώντας τη μνήμη και το μελάνι
Η Αντίνα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι μια νέα καθηγήτρια που ζει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Με οξυμμένη ευαισθησία, παρακολουθεί τη ζωή, τη δική της και του περίγυρου, να απειλείται, ενόσω περιμένει τα γράμματα του αγαπημένου της Ίλιε. Ο Ίλιε βρίσκεται στον Νότο, φοράει στρατιωτική στολή και πολεμάει κατά του καθεστώτος. Βρισκόμαστε στο έτος 1989.
Στην άλλη πλευρά του Δούναβη, ο θάνατος δεν μυρίζει μπαρούτι αλλά σναπς. Εκεί ζουν όσοι πίνουν από το πρωί, κάνουν κεφάλι για να ξεχάσουν τους πυροβολισμούς, καλλιεργούν τα χωράφια τους και μουρμουρίζουν άψυχα «δε βαριέσαι». Ο ολοκληρωτισμός έχει θερίσει και θερίζει ακόμα στο διάβα του, ο φόβος διαφεντεύει και παραλύει.
Στο μεταξύ, η μυστική αστυνομία, η Σεκουριτάτε, εκτελεί σε όλη τη χώρα χρέη «υπηρεσίας δωματίου» και «καθαρίζει». Οι πράκτορες, σε κάθε τους επίσκεψη, αφήνουν σαδιστικά σημάδια. Η Αντίνα παρατηρεί πως η γούνα της αλεπούς στο πάτωμα του σπιτιού της κάθε φορά συρρικνώνεται. Αφαιρούν κι από ένα της κομμάτι. Όσο η γούνα της αλεπούς μικραίνει, τόσο η «μπούκλα του δικτάτορα» μακραίνει, κατακλύζοντας προπαγανδιστικά την οθόνη και κοσμώντας υποχωρητικά όλο και περισσότερες κορνίζες.
Σε αυτό το αλληγορικό, συμβολικό πλαίσιο κινείται το μυθιστόρημα της Γερμανίδας, ρουμανικής καταγωγής, Χέρτα Μύλερ (γεν. 1953). Τα μέρη, ως δείκτες συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων –π.χ. η αιματηρή μαζική διαδήλωση στην Τιμοσοάρα–, δεν κατονομάζονται, παραμένουν κεκαλυμμένα μες στην ποιητική αχλή. Η συγγραφέας εισάγει στο βιβλίο πολλά στοιχεία της ζωής της, βιογραφικές πληροφορίες που ενσωματώνει με μυθοπλαστική μαεστρία στην υπαινικτική της πρόζα.
Γνωρίζουμε πως η Χέρτα Μύλερ βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος Τσαουσέσκου εφόσον ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα Ες Ες. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η μητέρα της, μία από τις πολλές Γερμανορουμάνες που απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1945, είχε περάσει πέντε χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Όπως έγραψε η συγγραφέας στο δοκίμιό της Sich und tötet το 2003, το καθεστώς Τσαουσέσκου την είχε μετατρέψει για χρόνια σε «αντικείμενο ανθρωποκυνηγητού». Κι όπως εξομολογήθηκε το 2009, στο δοκίμιό της Die Securitate ist noch im Dienst, το περιστατικό με την αλεπού ήταν αληθινό, αποτελούσε μέθοδο εκβιασμού της Σεκουριτάτε.
Στον αντίποδα της Αντίνα, η καρδιακή της φίλη Κλάρα, που επιλέγει να ζήσει εντός γραμμής. Αυτή η όμορφη νεαρή, εργάτρια σε εργοστάσιο συρμάτων, πέφτοντας στην ερωτική παγίδα θα συνάψει σχέση με τον παντρεμένο δικηγόρο Πάβελ, που πρώτα την αφήνει έγκυο κι έπειτα μεσολαβεί για την έκτρωση (οι εκτρώσεις είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς). Ο Πάβελ είναι όργανο, ανακριτής, υπαίτιος για τον θάνατο συμπατριωτών της. Τότε η Αντίνα ξεσπά με οργή, για εκείνην η Κλάρα είναι μια ξένη, δεν υπάρχει επιστροφή.
Με την κατακρεούργηση της φιλίας των γυναικών –δεν θα μπορούσαν ποτέ, και να το ήθελαν ακόμη, να ζήσουν στην ίδια γη–, κορυφώνεται η τραγική μοίρα των κατατρεγμένων, η μοίρα να μην ανήκουν πουθενά, ούτε καν ο ένας στον άλλο.
Στο βιβλίο Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός, που μετέφρασε ωραία από τα γερμανικά ο Κώστας Κοσμάς, απεικονίζεται η κλειστοφοβική ιστορία μιας κοινωνίας που υπόκειται στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, καταστρέφεται, εξαχρειώνεται, σωπαίνει, υποφέρει από τα τραύματά της. Αποτυπώνεται όμως και η ανατροπή, ο τρόπος που η αλεπού από θήραμα γίνεται, ή μπορεί τελικά να γίνει, ο κυνηγός.
Η αφήγηση της Μύλερ είναι γραμμική, περιγράφει όμως τα συμβάντα θραυσματικά, υπονομεύοντας την ενότητα της πλοκής. Στην ιστορία της φιλίας που διακόπτεται, όπως τη χώρα διαιρεί στα δύο ο Δούναβης, παρεμβάλλονται σκηνές από τη ρουμανική ζωή της επαρχίας και της πόλης, αναμειγνύονται οι μυρωδιές των καρπών με των πτωμάτων, παράλληλα παρεισδύει μια ανάκριση, παρεισφρέουν συνομιλίες ή παραληρήματα δευτερευόντων ηρώων.
Όλα αυτά μάλλον περιπλέκουν την υπόθεση. Ίσως γιατί η Χέρτα Μύλερ δεν θέλει να διηγηθεί μία και μόνο ιστορία, όσο την αδυναμία να ειπωθεί μια ιστορία ολόκληρη σε εποχή δικτατορίας. Οι ιστορίες είναι αρκετές και μισοειπωμένες και συνδέονται μεταξύ τους κλιμακωτά. Οπότε το στοίχημα δεν φαίνεται να είναι η αφηγηματική δεινότητα, όσο ο γλωσσικός χειρισμός: η Μύλερ κατασκευάζει αριστοτεχνικές ποιητικές εικόνες, αναπαριστά αισθήσεις (κυρίως τον φόβο), επαναλαμβάνει στον αναγνώστη ξανά και ξανά πως τα νοήματα εγκαταβιώνουν στα διάστιχα.
Άλλωστε η Χέρτα Μύλερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ γιατί, «με την ποιητική της προσήλωση και την ακρίβεια της πρόζας της, αναπαριστά τη γη των στερημένων».
Στον ποιητικό της καμβά, οι στερημένοι πατρίδα είναι σχεδόν διάτρητοι, διάφανοι, αέρινοι. Αν δεν συγκινούν με τη σαρκική τους στιβαρότητα και δεν πείθουν αντιστοίχως για το ψυχικό τους σθένος, επιβραβεύουν την ανάγνωση με την ενορατική τους, αβαρή, δύναμη.
Η Γερμανίδα συγγραφέας είναι η δωδέκατη γυναίκα που τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ, μετά τη Σουηδή Salma Lagerlöf (1909). Βραβεύεται μάλιστα το 2009, την επέτειο των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Μετέωροι ταξιδιώτες και Άγγελος της πείνας.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7-6-2011)
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.