Την άνοιξη του 2016 με είχαν προσκαλέσει σε ένα καφενείο στην Ακαδημία Πλάτωνος. Ανάμεσα σε άλλα ποιήματα, είχα σκοπό να διαβάσω κι ένα πολύ αγαπημένο, τον «Βυζαντινό θίασο», από το πρόσφατο τότε βιβλίο μου Χορευτές (2014). Στο συγκεκριμένο ποίημα, ποιητικό υποκείμενο είναι ένα διεμφυλικό πρόσωπο, σε εφηβική περίπου ηλικία, που περιγράφει τη σφοδρή επιθυμία του να αισθάνεται και να εκδηλώνει διαφορετική ταυτότητα φύλου από τη βιολογική, αλλά και τη συνεπακόλουθη βία που αναγκάζεται να υποστεί, το λεγόμενο στις μέρες μας «μπούλινγκ», από τα ανδροπρεπή παιδιά της γειτονιάς.

Λίγο πριν αρχίσει η εκδήλωση, καθίσαμε στην αυλή, θαμώνες και επισκέπτες, πίνοντας το ποτό μας και κουβεντιάζοντας ζωηρά. (Και τι μακρινή που μοιάζει τις μέρες της πανδημίας η ανάμνηση μιας νυχτερινής παρέας…) Στο τραπέζι είχε προσέλθει κι ένα διεμφυλικό πρόσωπο, η Λ. Η σύμπτωση αυτή ενεργοποίησε μέσα μου τα διάφορα συνειδησιακά ζητήματα της σχέσης τέχνης και ζωής. Γράφουμε μεν στη μοναξιά μας ποιήματα για όποιο θέμα μάς ενδιαφέρει, διατυμπανίζοντας την πνευματική μας ελευθερία και την ελευθερία του λόγου, αλλά κάθε μας γραπτό θα ανταγωνίζεται στη συνείδησή μας την ίδια τη ζωή, τη φερόμενη ως «πραγματικότητα». Η Λ. θα άκουγε τη δική μου εκδοχή για πιθανές δικές της εμπειρίες: η αμηχανία μου ήταν τεράστια. Είχα δύο επιλογές: είτε να μη διαβάσω το ποίημα και να λήξει εκεί η όποια αμηχανία, είτε να το διαβάσω κι ό,τι γίνει. Άλλωστε λίγοι θα καταλάβαιναν το ρεαλισμό πίσω από την ποιητική αφήγηση. Ενίοτε μάλιστα η ποιητική φωνή συγχέεται με το πρόσωπο που γράφει, οπότε όλα θα περνούσαν απαρατήρητα.   

Στο κάτω κάτω γιατί να γίνει θέμα κάτι που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ποίημα. (Πόσο στα σοβαρά πρέπει να παίρνουμε πια τον εαυτό μας.) Τα ποιητικά υποκείμενα είναι κατασκευασμένες μορφές, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλα αυτά το ποίημα για μένα ήταν αληθινό, σαν να επρόκειτο για δική μου προσωπική μαρτυρία, βιωμένη εμπειρία. Θεωρώντας προδοσία και λάκτισμα την οπισθοχώρηση, επέλεξα να απαγγείλω τον «Βυζαντινό θίασο» και να αντιμετωπίσω τις όποιες αντιδράσεις οργίαζαν στο μυαλό μου ως πολύ πραγματικές. Με μια μικρή διαφορά. Προτού το κάνω, ένιωσα την ανάγκη να εκμυστηρευτώ τους προβληματισμούς μου στη Λ. Μιλώντας μαζί της, ένιωθα αντιθέτως ότι η ελευθερία της είχε μια συγγένεια με εκείνη του ποιητικού υποκειμένου στο «θίασό» μου.

Σε εκείνη την αυλή των θαυμάτων, που όσο το σκέφτομαι πιο πολύ πεζοδρόμιο ήταν, η θέρμη της Λ. με απελευθέρωσε, και στην εκδήλωση απήγγειλα το ποίημα, χωρίς επεξηγηματικές εισαγωγές. Όπως ανέφερα πριν, ενίοτε, κανείς δεν αντιλαμβάνεται με την πρώτη ανάγνωση τι λέει το κείμενο. Όλα ακούγονται μεταφορικά και ανώδυνα, ρέουν επίσης γρήγορα λόγω της ευλογίας του ρυθμού. Έτσι η απαγγελία, αυτή που με γέμισε αρχικά με τόσο τρόμο, ήταν σαν να έγινε ειδικά για τη Λ., κάτι που θα ξέραμε μόνο εκείνη κι εγώ.  

Η Λ. σηκώθηκε και πλησίασε. Άκουγε με προσοχή και συγκρατημένη  συγκίνηση. Δεν θα μάθω ποτέ τις σκέψεις της. Θυμάμαι όμως ακόμη τη μορφή της στο ημίφως, τα μαλλιά της να τρεμοπαίζουν στο φόντο. Σπίθες της δικής μου ανέλπιστης συγκίνησης.

Ένα βράδυ σε έναν χώρο δύο άνθρωποι συναντήθηκαν, σε μερικές κουβέντες, σε ένα ποίημα, με καλές προθέσεις, για μία στιγμή. Όπου κι αν βρίσκεσαι, να είσαι καλά.

* «Βυζαντινός θίασος»: Ο στίχος της προμετωπίδας ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι, υπότιτλος στα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992). Η φράση με πλάγια «Προσοχή Οικογένηα» είναι βγαλμένη από το Μπουρδέλο του Ηλία Πετρόπουλου, Γράμματα, 1980, σ. 41.