• ΓΙΑ ΜΕΝΑ
  • ΕXWTICO
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
  • ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΧΟΡΕΥΤΕΣ
  • ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ
  • ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
  • ΒΙΝΤΕΟΠΟΙΗΜΑΤΑ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΣΗΣ
  • ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
  • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ευτυχία Παναγιώτου | exwtico

~ «when pain surpassing itself becomes Exotic»

Ευτυχία Παναγιώτου | exwtico

Category Archives: αναδημοσιεύσεις

Σκέψεις για το πολιτικό στην ποίηση

07 Παρασκευή Δεκ. 2018

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico-κείμενα, exwtico_φιλολογικοποιητικά, αναδημοσιεύσεις, νεοελληνική ποίηση

≈ Σχολιάστε

Αν δεχτούμε, για χάρη της πρόκλησης, ότι υπάρχει «πολιτική ποίηση» ως κατηγορία ποίησης, θα χρειαστεί να ξεκαθαρίσουμε ότι η ποίηση που θα ανταποκρίνεται σε αυτή την κατηγορία πρέπει να εμπεριέχει και «ποίηση» και «πολιτική». Λόγω περιορισμένου χώρου, καταθέτω μερικές σκέψεις:

1. Με τον όρο «πολιτική ποίηση» υπονοείται ότι υπάρχει ποίηση «μη πολιτική». Αν αντιλαμβανόμαστε ακόμα τον κόσμο διπολικά, τότε η υπόλοιπη ποίηση πρέπει να θεωρηθεί προσωπική υπόθεση. (Άραγε πόσα ποιήματα χάθηκαν μεταξύ καθαρών αντινομιών;)
2. «Πολιτική» είθισται να χαρακτηρίζεται η ποίηση με βάση το θέμα της και όχι με βάση τη μορφή της. Και κάπως έτσι πέφτουμε ξανά στην παγίδα του δυϊσμού, να συζητάμε σαν ανατόμοι για «μορφή» και «περιεχόμενο».
3. Ακούγεται συχνά ότι η «πολιτικότητα» σχετίζεται με μια ποίηση που εκφωνείται στο δρόμο και σε άλλους δημόσιους χώρους. Γίνεται, λένε, προσβάσιμη σε όσους ή όσες δεν διαβάζουν (μα για κάποιο λόγο έχει προαποφασιστεί ερήμην τους ότι και χρειάζονται την ποίηση και τους αφορά κι ότι οι δυσκολίες πρόσβασης στην ποίηση είναι πρακτικές και υλικές).
4. Ένα ποίημα πολιτικού ρεαλισμού (με απλή ή και προφορική γλώσσα και πολιτικό θέμα) ενδέχεται να μην είναι πολιτικό. Ωστόσο έχουν γραφτεί σπουδαία πολιτικά ποιήματα στον ίλιγγο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της εποχής τους. Ας βρούμε τις ιστορικές αναλογίες και τις διαφορές.
5. Στα δικά μας γραμματολογικά, η «πολιτική ποίηση» είναι συνδεδεμένη με τη μεταπολεμική. Παραπλήσιοι όροι: «στρατευμένη», «αριστερή». Απασχολεί εξ αντανακλάσεως η δράση τού (είθισται άντρα) ποιητή, ακολουθούν συχνά αναγνωστικές (ιδεολογικές) προβολές: εξιδανικεύσεις, αποσιωπήσεις, η επιβολή των γεγονότων και της βιογραφίας. Κάποια ποιήματα που ανήκουν γραμματολογικά στην «πολιτική ποίηση» είναι στραμμένα όμως προς το παρελθόν. Εξομολογούνται πολιτικές εμπειρίες, ιστορικά τραυματικές και ηθικά καίριες. Πρόκειται για γόνιμο κομμάτι του μοντερνισμού μας, που συγκινεί, κι αυτό δεν είναι λίγο. Συγκινεί γιατί κάτι μάς λείπει.
6. Ως προς τη μοντέρνα ποίηση, ο Κ. Καρυωτάκης και ο Κ.Π. Καβάφης (ίσως όχι μόνο αυτοί) πέτυχαν και ποιητικές και πολιτικές τομές. Ο Καρυωτάκης σπάζοντας τον εθνικό ήχο της παράδοσης, ο Καβάφης υπονομεύοντας εξουσίες και στερεότυπα. Τα ποιητικά υποκείμενα και των δύο δικαίωσαν την ύπαρξή τους στον μοντέρνο κόσμο, αλλά και τη δική μας, και η δικαίωση αυτή αφορά το ότι αγωνίστηκαν σε απάτητο έδαφος: εισήλθαν με τη μεικτή τους γλώσσα και ταυτότητα σε περιοχές κινδύνου.
7. Η «πολιτικότητα» επομένως συνδέεται με την απόπειρα ανάκτησης της διαλογικότητας και της κοινότητας (δεν εννοώ εδώ τον κοινοτισμό). Προκύπτει από τον διαφορετικό κάθε φορά γλωσσικό τρόπο ή στάση με τα οποία το έργο ανοίγει διάλογο κοιτώντας προς ένα συλλογικό (αν υπάρχει) μετά.
8. Η αναλυτική κατηγορία «πολιτική ποίηση» είναι χρήσιμο εργαλείο για τη φιλοσοφία και τη φιλολογία. Μερικές φορές όμως το μόνο που ζητούμε (γράφοντας, διαβάζοντας, ζώντας) είναι να αισθανθούμε στο πετσί μας την πολιτικότητα. Αυτό συμβαίνει όταν κείμενο και ιστορικό βίωμα γίνονται στο χαρτί αδιαχώριστα, όταν είναι απόλυτα συνυφασμένα (με την έννοια, ναι, της ύφανσης). Όταν στο έργο —το σύνολο μιας ποιητικής διαδρομής— ηχεί και αντηχεί εκείνο που μόλις έσπασε και εκείνο που πάει να φτιαχτεί μια δεδομένη ιστορική στιγμή.
9. Συμβαίνει σπάνια. Μα δεν σημαίνει πως η «πολιτικότητα» δεν πρέπει να παραμείνει κομβικό στοιχείο διαμόρφωσης μιας ποιητικής. Η αποτυχία άλλωστε μιας απόπειρας μπορεί να οδηγήσει την ποίηση κάπου αλλού.
10. Αν η λέξη «πολιτικότητα» αποπροσανατολίζει, ας την πούμε «ιστορικότητα», σχέση (ποιητικών) υποκειμένων με την ιστορία. Ας την πούμε τολμηρή υπέρβαση της περιπτωσιολογίας. Ας την πούμε καθαρότερη αντίληψη —αν γίνεται— του περίπλοκου φάσματος της ζωής.

* Το σύντομο αυτό κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φρμκ, τχ. 11, με αφορμή το αφιέρωμα «Το πολιτικό στην ποίηση». Η επιλογή-ανθολόγηση «πολιτικών ποιημάτων» έγινε από τους συντελεστές του περιοδικού (βλ. Εισαγωγή).

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

«Το ποιητικό υποκείμενο παράγεται από τα ποιήματα» | συνέντευξη της Ευτυχίας Παναγιώτου στον Ανδρέα Πολυκάρπου

08 Παρασκευή Σεπτ. 2017

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in αναδημοσιεύσεις

≈ Σχολιάστε

Ετικέτες

Συνέντευξη

1ed

Η Ευτυχία Παναγιώτου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ποιήτριας που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις σε Κύπρο και Ελλάδα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, έχει μεταφράσει ποίηση ενώ δικά της ποιήματα έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά.

Από πολύ νωρίς έχει καταφέρει να δημιουργήσει τη δική της ποιητική γλώσσα και να δομήσει το ποιητικό της σύμπαν μέσα από σουρεαλιστικές εικόνες οι οποίες, όμως, δεν ακολουθούν την πεπατημένη της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής με τις έτοιμες συνθέσεις λέξεων.

Η ποίηση της διατηρεί ζωντανές τις εικόνες μέσα στις λέξεις. Τις ακολουθείς και μπορείς να βλέπεις μπροστά σου έναν ολόκληρο θίασο εννοιών που πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν.

Λέξεις και φράσεις, που με μιαν πρώτη ματιά φαντάζουν ειρωνικές μα που αν μπει κάποιος στο βαθύτερο νόημα τους τότε μπορεί να αντιληφθεί ότι ακολουθούν ένα μοτίβο πολλαπλών ερμηνειών.

  • Πως αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;

Η έννοια της «ταυτότητας» συνδέεται με τους κοινωνικούς ρόλους της εποχής (π.χ. ο ποιητής φανφάρας, ή ο στρατευμένος ποιητής, ή παλιότερα τουλάχιστον ο εθνικός ποιητής). Η έννοια της «ετερότητας» αξιοποιήθηκε ως η ακριβώς αντίθετη της ταυτότητας, και κάτω από την ομπρέλα της περιλήφθηκαν, ίσα και όμοια, όσοι διαφέρουν από το μεγάλο ρεύμα της ταυτότητας. Με τους όρους «ταυτότητα» και «ετερότητα» δηλαδή είναι σαν να λέμε ότι έχουμε μόνο δύο μεγάλες κατηγορίες ποίησης. Αλλά αυτό το διπολικό βλέμμα δεν μας εμποδίζει τελικά να δούμε αυτά που υπάρχουν ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις μας, ή δεν βάζει τρικλοποδιές στις απόπειρες να συλλαμβάνουμε πραγματικότητες πέρα από βεβαιότητες κονσέρβας;

  • Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό; 

Το ποιητικό υποκείμενο παράγεται από τα ποιήματα.

  • Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;

Δεν νομίζω ότι οι πληγές κλείνουν ή ότι πρέπει να κλείσουν σαν να μην υπήρξαν, και σίγουρα δεν νομίζω ότι η «τέχνη» αποτελεί έναν ανεξάρτητο από εμάς μηχανισμό που θεραπεύει. Είμαστε διαρκώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να πληγωθούμε ή να πληγώσουμε (ενίοτε και με την τέχνη), αλλά ας μην είμαστε μελοδραματικοί: οι ουλές μπορεί να διαβαστούν και ως ίχνος του αγώνα μας με τη ζωή (δεν χρειάζεται η διαλεκτική να είναι ενδότερη, δηλαδή μονολογική).

Η θεραπευτική αίσθηση που δημιουργεί η τέχνη ίσως προκαλείται από εκείνο που προϋποθέτει κάθε τέχνη που είναι τέχνη: τη δημιουργία μετά και μέσα από την επίγνωση του θανάτου. Δηλαδή, αν η τέχνη που παράγουμε έχει λόγο ύπαρξης για τη ζωή, τότε κάπου κάπως κάποτε κάποιος θα βρει σε αυτήν μια ανακούφιση για τους δικούς του λόγους.

  • Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;

Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πιο κοντά στο δεύτερο ως προς το αποτέλεσμα της γραφής, αλλά έχω μερικούς συνοδοιπόρους ποιητές: απολαμβάνω και μαθαίνω από τις αισθητικές διαφορές μας.

  • Ποιες εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιες εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;

Και στα τρία βιβλία που εξέδωσα ώς τώρα (μέγας κηπουρός, Μαύρη Μωραλίνα, Χορευτές) στο προσκήνιο βρίσκονται πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, οι δράσεις τους, τα πολύτιμα σφάλματά τους, αλλά και η διεκδίκηση συνολικά μιας χειραφετημένης ζωής. Που είναι παράδοξη: διατηρεί ένα μεγαλείο δυσανάλογο με το γεγονός ότι μπορεί, όπως και η γλώσσα που μιλάμε, να μη διαρκέσει για πάντα.

  • Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε;

Οι ποιητικές μεταφορές δεν είναι μόνο διερωτήσεις που αποσιωπούν αλήθειες, ούτε και μονολεκτικές απαντήσεις όπως αυτές που δίνουμε στα κουίζ και στα δημοψηφίσματα. Ενορχηστρώνουν στάσεις ζωής ανά ιστορική στιγμή. Διαφωνώ εν μέρει με την άποψη ότι η τέχνη θέτει μόνο ερωτήματα. Θέτει κυρίως ερωτήματα αλλά τα ερωτήματα που θέτει οδηγούν στο να σκεφτούμε τις απαντήσεις. Εμένα με ελκύει η ποίηση εκείνη που γραπώνει τον αναγνώστη και τον ρωτά τι διάολο κάνει σε αυτό τον κόσμο, που τον ρωτά αν είναι ευτυχισμένος με τις επιλογές του. Με ελκύει η ποίηση εκείνη που αναδεικνύει επίσης κόσμους με τους οποίους δεν νιώθουμε τόσο άνετα επειδή δεν είναι «δικοί» μας, δεν τους ξέρουμε και τους φοβόμαστε. Συνήθως η ποίηση αυτή δεν καταναλώνεται, δηλαδή δεν διαβάζεται για να διαβαστεί, αλλά προκαλεί αμηχανία. Ίσως γι’ αυτό συχνά ακούμε ότι η ποίηση είναι πολύ «δύσκολη».

  • Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;

Ό,τι αναπνέει μέσα και ανάμεσα στους στίχους χρειάζεται το διάλογο με τον αναγνώστη (δεδομένου ότι ένα βιβλίο φτάνει στον αναγνώστη). Χρειάζεται να ρωτήσουμε ως αναγνώστες τι είναι αυτό που λέγεται μέσα σε ό,τι ειπώθηκε, αν βέβαια αυτό που ειπώθηκε μας υπολογίζει. Θέλω να πω ότι δεν ορίζονται τα νοήματα προγραμματικά. Βιώνονται πρώτα μέσα από συναντήσεις, που παράγουν αναπάντεχα νοήματα και συσχετίσεις. Για να βιωθεί όμως το μυστήριο της ανάγνωσης ή και της γραφής χρειάζεται να είμαστε ανοιχτοί, έστω από ένστικτο, σε αυτή τη διαλογική διαδικασία.

  • Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;

Μπορεί στην αρχή να γίνει, είτε γιατί μπαίνει κανείς στη γραφή κοινωνικά αδύναμος ή, αν συζητάμε για τον αναγνώστη, επειδή διαβάζει με την αίσθηση πως ό,τι κάνει και πιστεύει δεν είναι απόλυτα αποδεκτό κοινωνικά (συνιστά «ετερότητα»). Για μένα η ποίηση δεν είναι όμως καταφύγιο, γιατί σε ένα καταφύγιο απλώς επιθυμείς να προστατευτείς, ενώ η ποίηση συνδέεται περισσότερο με τον αγώνα να κερδίζεις τη ζωή σου συνέχεια, και με την απαίτηση αυτή η ζωή να μην καταδικάζεται σε μια κρύπτη.

  • Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;

Ποιητικός θα ήταν ίσως ένας κόσμος που δημιουργεί μέσα από το χάος, την έλλειψη(;) νοήματος και τις επώδυνες αντιφάσεις ενδεχόμενα προόδου ή συνολικά πιο ευτυχισμένες κοινωνίες. Αυτό στην πράξη δεν αντέχεται, γιατί ζούμε σε ιλιγγιώδεις και ανθρωποφαγικούς ρυθμούς, που επιπλέον μας διδάσκουν την οργανωμένη λήθη των επιθυμιών μας. Παρά την ύπαρξη ποίησης και την πλούσια παραγωγή της, αυτή τη στιγμή στα μάτια μου η ποίηση λειτουργεί κοινωνικά είτε ως ακριβή βιτρίνα είτε ως περιθώριο (των «τρελών» ή μιας «ελίτ»). Η γνώση αυτή μπορεί όμως να χαρίσει στα γραπτά ή τις χειρονομίες μας μια σπάνια δύναμη.

 

Πηγή: Βιβλιογωνιά (Offsite Cyprus)

 

 

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Ευτυχία Παναγιώτου | «Αρχαιολογία», αδέσποτο ποίημα 

02 Σάββατο Σεπτ. 2017

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico-ποιήματα, Ευτυχία Παναγιώτου, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση, νεοελληνική ποίηση

≈ 1 σχόλιο

Ετικέτες

αδέσποτα ποιήματα, νεοελληνική ποίηση

outlived_thumb_200_271

Pat Perry | Outlived

Παγώνουν σε κάδρα αναμνήσεις.
Οργώνουν το δρόμο καδρόνια.
Εγώ κάθομαι, βλέπω

το φως ν’ αγκυλώνει.

[…]

~ από το ποίημα Αρχαιολογία

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Για την Ελένη Βακαλό [και τη Ροδαλίνα]

31 Τετάρτη Αυγ. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico_φιλολογικοποιητικά, Ευτυχία Παναγιώτου, Ελένη Βακαλό, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ 3 Σχόλια

Ετικέτες

Γαβριηλίδης, Ελένη Βακαλό, Ποιητές στη σκιά, Το άλλο του πράγματος, γυναίκες ποιήτριες

eleni_vakalo

«Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές»

 

Περπατώ περπατώ

Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ

 

Εγώ είμαι η Ροδαλίνα

Αλλά η κυρά Ροδαλίνα δεν είναι εγώ

Ελένη Βακαλό

 

εγώ όμως ζω

      — χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ

Ευτυχία Παναγιώτου

 

 

Περιδιαβαίνοντας και πάλι το «δάσος» της Ελένης Βακαλό (1921-2001) διάβασα για πρώτη φορά ποιήματά της τα οποία δεν είχε συμπεριλάβει στον συγκεντρωτικό της τόμο Το άλλο του πράγματος (1995), ποιήματα των τριών πρώτων της συλλογών (1945, 1948, 1951), ποιήματα που κατά κάποιον τρόπο, σιωπηρά, αποκήρυξε. Ήρθα τότε αντιμέτωπη με κάποιες παράδοξες, σχεδόν μαγικές, συμπτώσεις, ανακάλυψα ένα είδος συνομιλίας μαζί της που αγνοούσα. Κάποιος φιλόλογος, έχοντας στα χέρια του τα τεκμήρια, τις γραπτές λέξεις, θα ονόμαζε μια τέτοια συνομιλία «επιρροή». Ο Χάρολντ Μπλουμ θα την ονόμαζε «αγωνία της επίδρασης».

Τα τεκμήρια όντως υπάρχουν, αλλά θα ορκιζόμουν πως δεν διέπραξα κάποιο έγκλημα, εφόσον στον τόπο του εγκλήματος είχα έρθει μόνο μετά. Σε εκείνο το «δάσος» της Βακαλό, όπου διαπράττονται ποιήματα, βρήκα τη «Γυναίκα που κλαίει» του Πικάσο, που η δική μου Μαύρη Μωραλίνα, ηρωίδα του δεύτερου, ομίτιτλου βιβλίου μου, ονομάζει με αυτοσαρκασμό «Κλαιόμενη Κυρία». Συνάντησα και τον ατίθασο Μοντιλιάνι, για τον οποίο πένθησε αρκετά η αυτόχειρας γυναίκα του, με την οποία κλαίει και η Μωραλίνα, μοιραζόμενη ένα ανάλογο πάθος. Στο «δάσος» της Βακαλό άκουσα τη φωνή της να τραγουδά το στίχο «Η γυναίκα μου βγάζει από το πηγάδι νερό» και άρχισα να φοβάμαι. Γιατί έχω δει τη Μωραλίνα να ζωγραφίζει ένα πηγάδι και, από την εμμονή της να εισέλθει στο απροσμέτρητό του βάθος, να πιέζει με το μολύβι το χαρτί και να το σκίζει. Να σκίζει το χαρτί σαν να πνίγεται. Όταν, στο τέλος, η δική μου μοναχή, η λέξη, συνάντησε της Βακαλό τη μοναχή, την ποίηση, παρέδωσα τα όπλα στη μαγεία.

Δεν ήξερα πως οφείλω τόσο πολλά στην Ελένη Βακαλό. Ήξερα μόνο για το ρόλο που έπαιξε η κυρα-Ροδαλίνα (πρόσωπο που πρωταγωνιστεί σε δύο μετέπειτα συλλογές της σαν ηρωίδα μυθοπλασίας) στον ψυχισμό μου και στον τρόπο που διαβάζω ποίηση. Έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου μου Μαύρη Μωραλίνα, μπορώ και πλάθω πια την παρουσία της στη ζωή μου. Η κυρα-Ροδαλίνα τής Βακαλό με τις παλάβρες και τις περιπέτειές της με βγάζει έξω από το σπίτι μου, με πετάει στο δρόμο. Γιατί η ποίηση είναι «του κόσμου», το είπε με τον ολοδικό της τρόπο η Βακαλό, και με τους στίχους της το έκανε πράξη. «Της Ροδαλίνας η φυλή / Της Ροδαλίνας η ψυχή / Διάβηκε από μπροστά μας // Κι η Ροδαλίνα έγινε και περπατεί τον κόσμο» (Το άλλο του πράγματος, 208).

Οι διδαχές μιας τέτοιας διαπίστωσης είναι ίσως σκληρές για έναν νέο ποιητή. Εμένα με υποχρέωσαν να αμφιβάλλω για την αναγωγή του προσωπικού βιώματος –της εξομολόγησης– σε ποιητική, με υπέβαλαν στη δυσάρεστη διαδικασία της αυτολογοκρισίας. Όσοι νέοι γράφουμε ξέρουμε πολύ καλά το αναπόδραστο του spleen, την ποίηση του κλειστού δωματίου, την ποίηση της απόγνωσης, την παγίδα να γράφουμε για τον εαυτό μας.

Η Ε. Βακαλό, ριγμένη για άλλη μια φορά στον κόσμο με τα Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας το 1990, στην προμετωπίδα της συλλογής της, προέτρεπε: «Όπου θα το σταματήσω / Άλλοι ας το προχωρήσουν» (218). Ήταν λες και αποτύπωνε έτσι την ανάγκη να συνεχιστεί μια ιστορία, σαν δημοτικό τραγούδι ή σαν έπος — ή απλώς, κι αυτό είναι το πρωτότυπο, σαν ποίημα σε συνέχειες.

 

ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟ

 

Επομένως τη Ροδαλίνα γράφοντας

Έχω μπροστά μου δρόμο

Εδώ που κάθομαι

Κι αλλού που τρέχει ο νους μου

Απρόβλεπτα τα πάθη της

Εσείς που τα διαβάζετε

Τι έκανε, τι έπαθε

Αλήθεια δεν θα βρείτε

Κι αν μαθευτεί ποια ήτανε

Η Ροδαλίνα μια ή δυο

Κι η τρισκαταραμένη

Στην αμαρτία ανέπαφη

Και να τη διώξω, μένει

(214)

 

Και να τη διώξω, η ποίηση της Βακαλό μένει. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει την πρώτη γραφή της Μαύρης Μωραλίνας, έβλεπα σταδιακά τα ρήματα στο χαρτί να αλλάζουν, το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο κοιτούσαν το ένα το άλλο μπερδεμένα, ο πληθυντικός ακόμα αμφισβητεί τον ενικό, και το αντίθετο. Η νέγρα Μωραλίνα, που τίποτα μάλλον κοινό δεν έχει με την κυρα-Ροδαλίνα πέρα από την κατάληξη του ονόματος, είναι εντούτοις μια σύγχρονη εκδοχή της «θηλυκιάς αίσθησης», όπως την ονομάζει η Βακαλό στην ποιητική μυθιστορία της Το δάσος (1954):

Αν δε βρισκόμασταν σε μιαν εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε –αίσθηση θηλυκιά– πιθανόν η ποιήτρια να στηριζόταν στο λυρικό στοιχείο περισσότερο, πιο σύμφωνο στην ιδιότητά της, η σύνθεση να μη της είναι φυσική. (Θα ήθελα να ξεκουραστώ.) Αντίθετα εδώ αισθάνεται ότι δε φοβάται μόνον αυτή (22).

Η Ροδαλίνα, που έτυχε να γεννηθεί γυναίκα, δεν κουβαλά το φορτίο του φύλου της όσο το απύθμενο βάρος της ιστορίας της, ένα από το οποία είναι και η επικυριαρχία του ορθολογισμού, η αρρώστια του πνεύματος και της παραδοσιοκρατίας. Η κυρα-Ροδαλίνα η τολμηρή στήνει καρτέρι στα παραδεδομένα, επικαλείται μέσα από πράξεις έναν κόσμο ατίθασο, αυθάδη, ο οποίος δεν υποτάσσεται στην τετράγωνη λογική ή στη στείρα διανόηση, αντιθέτως είναι πλασμένος με την ευφυΐα της φαντασίας. «Η Ροδαλίνα λοιπόν όπως τα είπαμε εδώ κι όχι πως έτσι ήτανε, απόκτησε γιατί σκέφτηκε τις ιδιότητες που δεν ήξερε πριν και ανέβηκε, όταν μετά θα περάσει από το δρόμο, στο κάρο των θεατρίνων» (ΒΣ 209). Από άποψη αισθητική, η Ελένη Βακαλό κατάφερε να διαρρήξει το όριο ανάμεσα στην απρόσωπη γλωσσική κατασκευή και στο προσωπικό βίωμα δίνοντας προβάδισμα στη δραματουργία. Τα ποιήματά της είναι ιστορίες με πλούσια πλοκή, περιπέτεια, υπόγειο χιούμορ, με ύφος, πρόσωπα και προσωπεία που έρχονται, χάνονται και ξαναγυρίζουν, σύμβολα με ψυχή, που ανατρέπουν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας για το τι είναι ή «πρέπει» να είναι ποίηση. «Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί», γράφει (ΒΣ 96).

Η ποίησή της όσο πρωτοπόρα είναι άλλο τόσο είναι και δύσκολη. Το έργο της επιβάλλει μια αλλαγή νοοτροπίας γιατί τα βάζει με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού. Μας βάζει τρικλοποδιές. Συχνά χρειάζεται να διαβάσεις για δεύτερη φορά τους στίχους, με άλλη ανάσα, για να πιάσεις το νήμα. Οι λέξεις της ως φάσματα και ρυθμικά σύνολα μοιάζουν με σπαζοκεφαλιά και λογοπαίγνιο ανάλογα με το πώς τις βλέπεις κάθε φορά.

Επανέρχομαι στην ποίησή της και αρχίζω να κρύβω με τα δάχτυλα κάποιες λέξεις, διαβάζω όσες απομένουν, κι ύστερα πάλι επιλέγω άλλες για να πλάσω μια νέα ιστορία, να λύσω κάποιο αίνιγμα, που συνήθως αποκαλύπτεται στις επόμενες σελίδες, γιατί η Βακαλό, παρά τη φαντασία της, συνθέτει κόσμους που έχουν λογική. «Μπλέχτηκε η Ροδαλίνα τότε σε μια ιστορία είδος περίπου αστυνομικού, όπως το ποίημα άλλωστε που ανατρέπεται κάθε φορά σε εκδοχές, αν ήταν η Ροδαλίνα άλλη ή αυτή ή καμιά να μην ήταν, πολύ πιθανό» (ΒΣ 230). Όταν τα βρίσκω σκούρα, συμπληρώνω η ίδια τα κενά. «Και [μαζί με τη Βακαλό] διασκεδάζω» (ΒΣ 192).

Ομολογώ πως τα ποιήματά της τα γνώρισα σχετικά αργά, τα διάβασα σε μια ηλικία που η ποίηση με απασχολούσε πλέον ως αίνιγμα, όχι ως εφηβικό καταφύγιο, ως κατασκευή μιας νέας πραγματικότητας, βιωμένης παρ’ όλα αυτά, όπου τα πάντα είναι πιθανά, έξω από λογοτεχνικές παραδόσεις, έξω από πολιτικοκοινωνικά ιδεολογήματα. Η Βακαλό μού διδάσκει τι μπορεί να είναι ποίηση. Αποφορτισμένη είναι σίγουρα από το δυσάρεστο βαρίδι της σοβαροφάνειας, δεν είναι αφηρημένο σχήμα όμορφα διατυπωμένο, ένα, όπως καμιά φορά διατείνομαι, «ελληνικό ποίημα» (που προσαρμόζεται δηλαδή στην αφηρημένη φύση της ελληνικής γλώσσας και στη σκοτεινή μεταφορά τής μεταφοράς).

Αν αναλογιστούμε πως η Ελένη Βακαλό άρχισε να γράφει και να εκδίδει ποίηση τη δεκαετία του ’40, προτού καν οι γυναίκες αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, γνωρίζοντας ότι η ιστορία της λογοτεχνίας δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει Ελληνίδες ποιήτριες τη δεκαετία του ’30, ίσως συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημά της. Το είχε αντιληφθεί; Ίσως και όχι. Πόσο πετυχημένο όμως ήταν αυτό το εγχείρημα! Πώς κατάφερε να φέρει το μοντερνισμό στα όριά του, να τον επανεφεύρει, να κάνει «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», χωρίς να προσδεθεί στον υπερρεαλισμό, και εντέλει να πραγματώσει τις ίδιες της τις αξίες για τη ζωή, να δώσει πνοή στην πρώτη αρχή της ποίησής της: «ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές» (87)!

Κινδύνεψε, όπως γράφει η Άντεια Φραντζή στο βιβλίο της για την Ελένη Βακαλό Έμενε ποίημα (Νεφέλη 2005, 50-51), να μη γίνει καν κατανοητή. Κινδύνεψε, προσθέτω, να μην αγαπηθεί από τον αναγνώστη της, ασχέτως εάν ήταν πάντα προσανατολισμένη σε αυτόν, και όχι στους κριτικούς. Όπως γράφει στη συλλογή Το δάσος:

…

Αυτό το ποίημα

Δεν είναι για να το διαβάσουν

Όσοι δε μ’ αγαπούνε

Ακόμη

Κι από κείνους

Που δε θα με ξέρουν

Αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα

Σαν

Και κείνους

…

(14)

 

Και στις Παλάβρες της κυρα-Ροδαλίνας, 30 χρόνια μετά, γράφει:

…

Εκείνη με το χειρόγραφο

Αναγνωρίζει

Στο ράμφος του παμφάγου των λέξεων

Κι ο αναγνώστης πως είναι

Ερωμένος και αυτός, και αυτή

Αλλού, του αντιβοώντος

…

(205)

 

Τα ποιήματά της, που είναι το «άλλο του πράγματος», τα μαντεύεις. Το έργο της Βακαλό προαπαιτεί μια ενεργητική συμμετοχή. Δεν θα κλάψεις, αναγνώστη, διαβάζοντάς την, δεν θα προφυλαχθείς, δεν θα επιβεβαιώσεις τον κόσμο σου, δεν θα προβείς σε διανοητικά άλματα σχετικά με τις διακειμενικές της αναφορές (που είναι πολλές, αλλά χωνεμένες στις λέξεις της), δεν θα σου περάσει από το μυαλό να τη συγκρίνεις.

Ίσως γι’ αυτό την αγαπώ πολύ. Σαν τον τελευταίο έρωτα, όχι σαν τον πρώτο.

*

Περπατώντας στα σοκάκια της Αθήνας, αντικρίζοντας το ασφυκτικό μαρτύριο της ύπαρξης, διαβάζοντας συνθήματα και στίχους στους τοίχους, σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένοι είναι, όπως έλεγε και η Βακαλό, οι ποιητές: «Και πώς προσφέρονται όλα σε κείνους / Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές / Ευτυχισμένοι που είναι / Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα» (ΒΣ 98). Είχε δίκιο. Συχνά αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν όταν έγραφε, ποιο όραμα έριχνε στο χαρτί, ποιο σχέδιο ζωής υλοποιούσε. «Αυτή τη στιγμή εκείνο που με απασχολεί είναι η υπόσταση της γλώσσας, δηλαδή να ονοματίσω τα πράγματα για να υπάρχουν», αποκάλυπτε σε συνέντευξή της το 1995 στην ποιήτρια Μαίρη Γιόση (Διαβάζω, αρ. 351). Και η δική μου Μωραλίνα, πιστή σε μια ευτοπία, της απαντά: «Όταν γράφεις κάτι γίνεται». Όταν γράφεις, κάτι μαγικό γίνεται. Βγαίνεις από το σπίτι σου, μπαίνεις στην καρδιά σου. Το χέρι της χάραξε ποίηση χαιρετίζοντας την ιστορία.

«Χαιρετώ τον αιώνα που έρχεται. Τη σκληρότητα της κρίσης του για τον πρόγονο, από τον δικό μου αιώνα, την ξέρω»

(περ. Ποίηση, «Αποχαιρετώντας τον αιώνα», τεύχ. 14)

Δεν είμαι σίγουρη αν η Ελένη Βακαλό είναι ποιήτρια στη σκιά, παρότι η εποχή που έζησε και έγραψε δεν τη διάλεξε για τις ανάγκες της, δεν την τίμησε όσο θα της άξιζε (ή μάλλον όπως πιστεύουμε κάποιοι ότι της άξιζε). Για μένα ήταν μια ευτυχισμένη ποιήτρια. Αντιμετώπισε το σύνολο των συλλογών της σαν διακριτή πορεία του βίου της. Μου δίνει την εντύπωση πως κατόρθωσε να κάνει ό,τι ήθελε, όπως το ήθελε.

Η Βακαλό ίσως οραματίστηκε την ποίηση σαν μονοπάτι, το οποίο διαβαίνουμε με ό,τι εφόδια διαθέτουμε, αξιοποιώντας στο έπακρον κάθε δυνατότητα, έστω μικρή, ξεγελώντας καθετί που έχει αρνητικό πρόσημο με την εσωτερική μας ευρυχωρία.

«Κι επειδή θέλω όχι μόνον αγάπη αλλά και τιμή δίνοντας όπως σε συγγενείς μακρινούς έστω αν δυστυχήσουν κοντά τους πρέπει εκείνη την ώρα να είσαι / γιατί κοντά συμφορές είναι σε όλους / έτσι θ’ αρχίσω» (148)

 

[Δημοσιευμένο στον τόμο Ποιητές στη σκιά, επιμ. Γιώργος Μπλάνας, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012, 125-131, μάλλον χωρίς τροποποιήσεις]

 

 

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Μαίρη Κλιγκάτση, «Πλευρικά», Γαβριηλίδης, 2015

21 Κυριακή Αυγ. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico_φιλολογικοποιητικά, φιλολογικά_δοκίμια, αναδημοσιεύσεις, κοινωνική θεωρία, μεταδομισμός

≈ Σχολιάστε

Ετικέτες

Γαβριηλίδης, Κυριακάτικη Αυγή, Μαίρη Κλιγκάτση, Πλευρικά, κοινωνική θεωρία, μεταδομισμός

pleurika-mairh-kligatsh

 

Η γραφή ως μεταπτωτική συνθήκη

της Ευτυχίας Παναγιώτου

 

Το βιβλίο της Μαίρης Κλιγκάτση θα μπορούσε να λέγεται «Εύα». Πληροφορίες μού λένε πως ήταν, πράγματι, ο αρχικός τίτλος. Η επιλογή να μετονομαστεί εντέλει σε «Πλευρικά» επηρεάζει την ανάγνωσή του καίρια, αυξάνοντας τις αναγνωστικές προσδοκίες. Τη μεταθέτει από το βεβαρυμένο από συμβολισμούς θεολογικό πρόσωπο της Εύας στη συνθήκη της γραφής σήμερα, που συνεπάγεται την αναμέτρηση με κληροδοτημένους ηγεμονικούς μύθους, ισχυρά λογοθετικά σύμβολα και ενδεχομένως τον κίνδυνο ασύνειδης γλωσσικής αναπαραγωγής τους ως δομών αντίληψης. Θα ήθελα να μιλήσω για τις δομές αυτές.

Στα Πλευρικά τίθεται εξαρχής το ερώτημα: Πώς μπορεί να γράψει μια σύγχρονη «απόγονος» της Εύας όταν η γλώσσα της εκπορεύεται, όπως υποτίθεται και η ίδια, από τα πλευρά του ανδρός της; (Εξαιτίας του κληροδοτημένου οντολογικού και κοινωνικού χωρισμού μας σε άντρες και γυναίκες και σε έμφυλους ρόλους, αισθάνεται κανείς την ανάγκη να διασαφηνίζει, προτού καν αναπτύξει τη σκέψη του, αν τα βιβλία που γράφουν γυναίκες είναι όντως «γυναικεία».) Η ενασχόληση της Μ.Κ. με το φύλο σχετίζεται με τη διαπίστωση της Τζ. Μπάτλερ στην Αναταραχή φύλου ότι προτού γίνουμε πρόσωπα είμαστε έμφυλα προσδιορισμένοι.

Το έμφυλο υποκείμενο που πρωταγωνιστεί στα Πλευρικά γνωρίζει ότι, προτού γίνει οτιδήποτε άλλο, στο συλλογικό ασυνείδητο θα είναι πάντα κάποια αμαρτωλή «Εύα». Με την αφήγησή του αποπειράται ωστόσο να αποδράσει από τον λογοθετικό ετεροκαθορισμό του για να γίνει, όπως επιθυμεί, ο «εαυτός» του. Ποιες οι προϋποθέσεις να συγκροτηθεί αυτός ο «εαυτός»; Η προγραμματική επιλογή ενός θεολογικού συμβόλου συναρθρωμένου με την ιδιοκτησία, καθιστά δυσχερές το εγχείρημα της απόδρασης από πανάρχαιες, στεγανοποιημένες αρνητικές ταυτότητες, εφόσον το υποκείμενο στα Πλευρικά δεσμεύεται συναισθηματικά από την προφανή του επιθυμία να παραμείνει ένθεο, να μην προδώσει την πίστη του απέναντι σε έναν νέο «Αδάμ», ερωτικό σύμβολο και πρόσωπο, αλλά και απέναντι στον Θεό.

Η Μ.Κ. θέτει τις δομές για την απόδραση της πρωταγωνίστριάς της από την παραπάνω αντίφαση με δύο τρόπους: ο ένας είναι η συνάρθρωση του θεολογικού μύθου με τα (βιβλικά) κείμενα, έμμεσος ισχυρισμός ότι ο θεολογικός μύθος διαχωρίζεται από την πίστη στον Θεό, εφόσον αποτελεί γραπτή και έμφυλη κατασκευή. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί το υποκείμενό της στη θέση της αναγνώστριας της Γένεσης που μας ξαναλέει το μύθο όπως τον καταλαβαίνει, συγχρόνως υπονομεύοντάς τον. Η «Εύα», μαθαίνουμε, αποτελεί κληρονομιά «μύθου» και «μήτρας», δηλαδή μια συμβολική αφήγηση περί βιολογίας. Στο πρώτο κεφάλαιο μαθαίνουμε επίσης ότι η γυναίκα ονομάστηκε «Εύα» από τον Αδάμ, ότι ο λόγος ανήκει μόνο σ’ εκείνον και ότι η μόνη κληρονομιά της Εύας είναι το πλευρικό «σύνδρομο»:

Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε μα ούτε και ποτέ ζήτησε να τη δει. […]

Λέει μάνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό (21)

Εφόσον ο λόγος δεν ανήκει στη γυναίκα, η συγγραφέας, από το πρώτο κιόλας κείμενο, ζητά από την ηρωίδα της ν’ αλλάξει τη μορφή της αφήγησης ώστε ν’ αλλάξει η δήθεν «μοίρα» του έμφυλου –γλωσσικού και συμβολικού– ετεροκαθορισμού της. Η Μ.Κ. ακολουθεί μια μεταδομιστική στρατηγική: μητέρα-καθρέφτης του «εαυτού» δεν είναι πια ένα πρόσωπο (ούτε καν η συγγραφέας) αλλά η πρώτη/πρωτόπλαστη λέξη:

Η λέξη, η λέξη η αγία, η χαριτωμένη λέξη, που μεγαλώνει σεπτά, που βγάζει φύλλα στο στόμα, στο κεφάλι, μέσα στο μαξιλάρι, στο μνήμα κάτω∙ είναι η λέξη αυτή η αγία μητέρα.

Ψυχρά κατεργάσου την, ψυχρά να της αλλάξεις το σχήμα∙ την κατάληξη∙ τη μοίρα της την ίδια (13)

Η τοποθέτηση στην αρχή του βιβλίου ενός κειμένου με τον τίτλο «μεταγλώσσα» (18) πριν από το κεφάλαιο «γέννηση» αποτελεί ένδειξη ότι η γλώσσα είναι εκείνη που θα γεννήσει τη σύγχρονη Εύα. Η μετάβαση στη συμβολική λειτουργία της και στις λογοτεχνικές πρακτικές κειμενοποίησης εξυπηρετεί θεωρητικά την απόδραση του έμφυλου υποκειμένου από το οριοθετημένο σύμβολο της «Εύας», που σημαίνει και Ζωή, αλλά και γενικά από την ιδέα της ανδρικής κτήσης και κυριαρχίας, όπως την εννοούσε ο Μπουρντιέ.

Ό,τι διαβάζουμε πια είναι η ζωή του κειμένου συναρθρωμένη με το μύθο της Εύας και την αρνητική διαμεσολάβησή της στο σήμερα, κάτι που υπαινίσσεται η Μ.Κ. στο «εργόχειρο» της αφηγήτριας:

Μπέρδεψα τις κλωστές σου στο εργόχειρο, Κύριε (45)

Η Μ.Κ. αναπαριστά με το «έργοχειρο» ένα φουκωικά εννοούμενο δίχτυο λόγων, εξουσιών, γνώσεων και επιθυμιών που δεν ανήκουν ξεκάθαρα στην αφηγήτρια. Ο δυσεπίλυτος κόμπος, το εννοιολογικό μπέρδεμα, δεν προέχεται κατ’ ανάγκην ή μόνο από τις πράξεις του υποκειμένου, αλλά από το γεγονός ότι η ταυτότητά του έχει προσδιοριστεί πριν από τη γέννησή του και δεν υπάρχουν λέξεις-κλωστές δικές του. «Ποια είναι εκείνη η συνθήκη που προφυλάσσει και γεννά τον εαυτό;» (37) ρωτά η αφηγήτρια, δίχως να παίρνει απάντηση.

Η απόπειρα απόδρασης από ένα λογοθετικό δίχτυο επιτελείται και με έναν δεύτερο τρόπο, και αφορά τη σχέση του συμβολικού (πρότερου) με τον κοινωνικό (ύστερο) κόσμο. Η Μ.Κ. αποσταθεροποιεί την αξιολογική τάξη, που θέλει τον κληροδότη αξιολογικά ανώτερο από τον κληρονόμο, ανοίγοντας τα Πλευρικά στην πιθανότητα να λένε μεγαλύτερες «αλήθειες» για την Εύα από ό,τι οι μυθοποιημένες και κληροδοτημένες. Η υπονόμευση της αξιολογικής τάξης επιτυγχάνεται με τη διασάλευση της χρονικής τάξης, στο κείμενο που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «γυναίκα»:

Γυναίκα ή Εύα, Τρίτη, Πέμπτη ή Κυριακή: κάτι ψελλίζουν για το χρόνο (38)

Η «γυναίκα» της μετααφήγησης αναλαμβάνει να επιτελέσει στο δεύτερο κεφάλαιο το σύγχρονο πρόσωπο του έμφυλου υποκειμένου, τη «διαφορά» του, όχι μόνο από τον άνδρα, τον νέο Αδάμ, αλλά και από τη βιβλική Εύα.

Αυτή που κάποτε ήταν Εύα, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη αισθάνεται πως είναι καθρέφτης του καθρέφτη της (38)

Η αφηγήτρια επιθυμεί να τροποποιήσει τους συμβολικούς συσχετισμούς που την ταυτίζουν με την Εύα γράφοντας ένα νέο ποίημα (νέα δημιουργία) αλλά αυτό έχει επιπτώσεις, όπως καθετί που επιδιώκει την αυτονόμησή του από το παλιό: στο βιβλίο αναπαρίστανται και κειμενοποιούνται οι επιπτώσεις μιας κακής κληρονομιάς: ο βιασμός της γυναίκας, η υποταγμένη προσευχή, η κτήση, το έμφυλο σώμα, και αναζητούνται συγγραφείς-σύμμαχοι –νέοι συγγενείς– στην προσπάθεια συγκρότησης λόγου (ενδεικτικά: Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Τζένη Μαστοράκη, Σιμόν Βέιλ). Στο «εργόχειρο» της η αφηγήτρια κεντά την «πελεκημένη Εύα», ως διδακτικό παράδειγμα και ως ευάλωτο λόγο, για να συγκινήσει τον ίδιο τον Θεό (45).

Οι ιερές μητέρες-λέξεις, όσο κι αν συναρμολογούνται και μορφοποιούνται στα Πλευρικά, δεν αρκούν να αναδομήσουν γλωσσικά μια κοινωνία ήδη ατομικιστική, λυπημένη και μεταπτωτική:

Απ’ τα πλευρά τους όλοι κάθε στιγμή νερό ξερνάνε σαν κακοποτισμένες γλάστρες.

Φρέσκοι νεκροί (35)

Η Μ.Κ. αναψηλαφεί με γλωσσική άνεση το σημείο της έμφυλης τομής, προβληματοποιεί το λόγο της έμφυλης διαφοράς και θέτει το ερώτημα της χειραφέτησης. Στα Πλευρικά, η έμφυλη πληγή σκάβει μέχρι τα κόκαλα της γλώσσας επιθυμώντας περισσότερο μια «χαμένη» και ενωτική Εδέμ και λιγότερο την αναμέτρηση με το τραύμα ως κοινωνική κληρονομιά. Η Μ.Κ. εμμένει, με τον τρόπο της Τζ. Κρίστεβα ίσως, στην αναζήτηση της απαρχής των πραγμάτων: αναζητά μια προϊστορική χώρα άκοπη από το χρόνο. Σωσμένη, όπως γράφει, από το προπατορικό «αμάρτημα». Μεταθέτει τη συζήτηση από το πρόσωπο ως κοινωνία, από την πλευρική επικράτεια ως Ιστορία, στο λόγο ως ουσία. Ζητά μια γλώσσα που δεν έχει ζήσει, άρα που δεν μπορεί πια να κατακτήσει: την ανδρόγυνη και πρωτόπλαστη γλώσσα. Μήπως όμως το έμφυλο και ένθεο υποκείμενο θα έπρεπε τελικά να βγει και όχι να μπει στο «ιερό» της γλώσσας;

Η αναζήτηση μιας ουσιοκρατικής καθαρότητας πριν από το προπατορικό αμάρτημα μοιάζει να είναι ο λόγος που η συγκρότηση ενός ιστορικά προσδιορισμένου υποκειμένου στα Πλευρικά διαρκώς αναβάλλεται. Το βιβλίο επιτελεί γνωστικά τη χειραφέτησή του από το μύθο και την ένταξή του στην κοινωνική πραγματικότητα, και η συνείδηση είναι στραμμένη όχι απλώς στη «γυναικεία» αλλά ευρύτερα στην ανθρώπινη κατάσταση, μάλιστα ασκώντας κριτική στο νεωτερικό αφήγημα του ανθρωπισμού, αλλά η αφηγήτρια δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε μια ευτυχισμένη «μετα-Εύα». Η Μ.Κ. συνθέτει και επιτελεί τη ζωή της σε μια γλώσσα-χώρα χαροποιού πένθους που αρνείται να δεχτεί ότι ενδέχεται και να μη γίνουμε ποτέ πρόσωπα. Αρνείται να πενθήσει το πρόσωπο ως προορισμό, άρα και την καταγωγική πίστη σε εκείνο: η Εύα, παρότι στην πραγματικότητα σύμβολο, παραμένει στην ψυχική συνείδηση της αφηγήτριας πρόσωπο, μητέρα, στην οποία συχνά απευθύνεται:

Τι νομίζεις ότι κάνεις, έτσι ανδρόγυνη που στέκεσαι και μας παρατηρείς στο αιώνιο μπαλκόνι;

Πώς να μας εννοήσεις, αφού ούτε εσύ η ίδια ακόμα δεν εννόησες αν είν’ η γλώσσα σου πρωτόπλαστη ή αν εσύ; (29)

Στα Πλευρικά (κρίνοντας από τους δέκτες της απεύθυνσης: πρωτόπλαστοι, γονείς, νέος Αδάμ, γλώσσα, ποιητές) φαίνεται η προτεραιότητα της αφηγήτριας αλλά και της συγγραφέα να ξεκαθαρίσει τη σχέση της με αμφιλεγόμενους προγόνους (μυθολογικούς, συμβολικούς, εξ αίματος, κοινωνικούς, λογοτεχνικούς και άλλους), χωρίς να κοπεί βία ο ομφάλιος λώρος, χωρίς να επέλθει η πτωτική ρήξη.

Τι διδάσκει όμως η Εύα στην αφηγήτριά της Μ.Κ.; Ότι η νέα γνώση κατακτάται με απειθαρχία του παιδιού έναντι των όποιων προγόνων. Κι εφόσον μιλάμε για συμβολικό λόγο και όχι για ιστορική πραγματικότητα, ότι η αφηγήτρια δεν θα αποδράσει ως έμφυλο υποκείμενο, αλλά από το ίδιο το «έμφυλο υποκείμενο» ως δομή αντίληψης. Η αφηγήτρια των Πλευρικών αυτό δεν μας ζητά να κάνουμε; Να σκεφτούμε την αφήγηση εν κινήσει, όταν λέει (54):

Μην μου τις λέξεις ελέγξεις.

Μην μου.

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής, 21.2.2016

 

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Μαρία Πολυδούρη, «Τα Ποιήματα», φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014

20 Σάββατο Αυγ. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico-βιβλιοπαρουσιάσεις, exwtico_φιλολογικοποιητικά, φιλολογικά_δοκίμια, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ 1 σχόλιο

Ετικέτες

Ελληνίδες ποιήτριες, Μαρία Πολυδούρη, Νέα Εστία, Χριστίνα Ντουνιά

«Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε»

 της Ευτυχίας Παναγιώτου

 image001

Η μελέτη των ποιημάτων της Μαρίας Πολυδούρη προέκυψε πάλι όταν η Χριστίνα Ντουνιά, η συστηματικότερη και σημαντικότερη μελετήτρια της ποίησης του ελληνικού μεσοπολέμου, με παρότρυνε, με τη διακριτικότητα που τη χαρακτηρίζει, να την ξαναδιαβάσω με άλλα μάτια. Εστιάζοντας στον κοινωνικό αντικομφορμισμό της Πολυδούρη ο οποίος αντανακλάται και στο έργο της, η Ντουνιά δεν πρότεινε την ανατροπή ενός διαδεδομένου και περιοριστικού μύθου, που θέλει την ποιήτρια άρρωστη και ανυπεράσπιστη και παράλληλα έρμαιο ενός θανατερού ρομαντικού έρωτα για τον Καρυωτάκη, αλλά τον εμπλουτισμό και την επανεξέτασή του.

Επανέρχομαι έτσι στα ποιήματα μιας γυναίκας η οποία κατά γενική ομολογία άνοιξε δρόμους στη νεοελληνική ποίηση εισάγοντας, σχεδόν μοιραία, την Ελληνίδα στην περιπέτεια της γραφής. Με τη γνώση αυτή προκαθορίζω το είδος της ανάγνωσής μου. Θα είναι φιλολογική. Τι επιδιώκω; Την αντικειμενικότητα. Θέλω να μάθω πώς συνδέεται με το σήμερα. Θέλω να μάθω με ποιο τρόπο η Πολυδούρη είναι και διαχρονική. Έχω στα χέρια μου τα δύο ήδη γνωστά της βιβλία, τις «Τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και την «Ηχώ στο χάος» (1929), που εκδόθηκαν μέσα σε ενάμιση χρόνο, ένα διάστημα πένθους για το θάνατο του Καρυωτάκη. Διάστημα, καταπώς το φαντάζομαι τώρα, το οποίο πύκνωνε μια ζωή μέσα στον ήδη συρρικνωμένο χρόνο. Μια ζωή με σημασία, που έπρεπε να γίνει ποιητική μαρτυρία. Μια ποιητική μαρτυρία που θα επαλήθευε έπειτα μια ζωή με σημασία.

Διαβάζω για πρώτη φορά τα ανέκδοτα και τα αθησαύριστα ποιήματά της και συνειδητοποιώ ότι η Πολυδούρη, η οποία μάς άφησε πολύ νωρίς, στα είκοσι οχτώ της, αποτυπώνει με σπαρακτική ακρίβεια όχι τον επικείμενο θάνατο τόσο, όσο τη γέννηση και κλιμάκωση ενός τραγουδιού που συμπαρασύρει, τη στιγμή ακριβώς που σβήνει, την κατάφαση της ζωής. Έχοντας μπροστά μου την αρχή και το τέλος αυτού του τραγουδιού, αλλά και πλήρη βιογραφικά στοιχεία και σημειώσεις για τις χειρόγραφες παραλλαγές των ποιημάτων της, που μας έφερε στο φως η Ντουνιά, ανακαλύπτω το προσωπικό ύφος αλλά και την προσωπική βιοθεωρία της Πολυδούρη. Συνιστούν μια ανεξάρτητη ποιητική πορεία από εκείνη του Καρυωτάκη. Η περιπέτεια της ζωής της διαπερνά τα ποιήματα σαν λεπίδι αφήνοντάς μας τα δαχτυλικά της αποτυπώματα. Τα ίχνη αυτού του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε και ακόμα ανασαίνει μέσα στις λέξεις τις οποίες μάς άφησε αναλύουν τις στιβαρές, κατά τα άλλα, φιλολογικές μου προθέσεις σε κλάματα.

*

Ανάμεσα στη φωνή της Πολυδούρη και τη δική μου που απαγγέλλει φωναχτά έχει ήδη μεσολαβήσει μια τρίτη φωνή, η ιδιαίτερη ερμηνεία της νεαρής ηθοποιού και σκηνοθέτριας Δήμητρας Μπάρλα, στην παράσταση «Solo» για την Πολυδούρη το προπερασμένο καλοκαίρι. Οι νευρικές κινήσεις της ηθοποιού στη σκηνή, πιστές στους διασκελισμούς του ποιήματος, και η φωνή που επαναλάμβανε με δραματική ένταση τους στίχους: «Όλα είναι ωραία· / όλα είναι αγάπη κι αγάπης πόθος / τα ξεφυλλά. / Τόσο είναι ωραία καθώς πεθαίνουν / τόσο μοιραία / και σιωπηλά» έδωσε σχήμα σε ένα ανείπωτο ακόμα «σκοτεινό ανατρίχιασμα».

Και κάπως έτσι, ύπουλα, με ευγενικές προτροπές και με τη διαμεσολάβηση της εμπειρίας και των αισθήσεων, διείσδυσε μέσα μου η ανοίκεια ή και απωθημένη έως τότε φωνή της Πολυδούρη. Τα τριαντάφυλλα πάνω στο κρεβάτι της ποιήτριας, το οποίο η σκηνοθέτρια αναπαράστησε σχεδόν σαν χειρουργικό τραπέζι, μπλέκονται στο μυαλό μου με τα «τραγικά ρόδα» των στίχων της Πολυδούρη, «τα ρόδα του αίματος», σήμα κατατεθέν στα ποιήματά της.

Αναπαριστώ τις τελευταίες μέρες της Μαρίας Πολυδούρη στο νοσοκομείο σαν να επρόκειτο για κάποιο πρόσωπο το οποίο γνώριζα. Από την ώρα που έκλεισα αυτό το τόσο φροντισμένο βιβλίο, τη σκέφτομαι συχνά. Πρώτα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου μαθαίνει την είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη κι έπειτα σε ιδιωτική κλινική, όπου υπογράφει το τελευταίο της αυτόγραφο. Δεν ανακαλώ τη Μαρία που πεθαίνει τελικά αλλά τη Μαρία που γράφει ώς το τέλος ποιήματα. Μας το έχει ήδη πει: «… η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου. / Μες στην καρδιά μου βόσκουνε πληγές από φωτιά».

Κρατώ τα ερωτικά ποιήματα, κρατώ τη φωτιά μιας διανοούμενης της αβανγκάρντ που προτιμά, από το να τη σβήσει, από το να την απαρνηθεί, να πληγώσει το ούτως ή άλλως φθαρτό σώμα της. Και πιστεύω πως έτσι η Πολυδούρη, από πλησμονή ζωής, μεταμόρφωσε τον ανέφικτο έρωτα σε εφικτή ερωτευμένη γλώσσα, που αντί να απλώνεται οριζόντια ριζώνει, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε να γράψουμε κάποτε εμείς τα πιο φλογερά ποιήματα. Η επιλογή της να στραφεί συνειδητά προς την ποίηση όταν πεθαίνει ο Καρυωτάκης δεν χρειάζεται να ιδωθεί σαν απόπειρα μίμησης του ποιητή που αγαπά, αλλά ως προσχώρηση σε ένα λογοτεχνικό είδος, που σε αντίθεση με τον πεζό λόγο, άντεχε να χωρέσει τον έρωτα τόσο ως πραγματικότητα όσο και ως μεταφορά. Ο πεζός λόγος, στερούμενος τον χορευτικό βηματισμό της ψυχής της, ήταν λογικός, ήταν κυριολεκτικός, ήταν εξηγητικός, αλλά η ποιητική φωνή δηλώνει τρελή: αγαπάει κάποιον που έχει πεθάνει.

Η ποιητική γλώσσα ήταν, ναι, η γλώσσα του Καρυωτάκη. Είναι και η γλώσσα, είτε το θέλουμε είτε όχι, του ομιλούντος πένθους. Οι στίχοι του σημαδεύουν και μερικές φορές στιγματίζουν τους στίχους της, δεν είναι απλώς σημεία αναφοράς, ή ίχνη της μνήμης. Είναι τεκμήρια αληθινής ζωής που η ποιήτρια έχει πιάσει στα χέρια της και ενώνει με την αληθινή ύλη των δικών της ποιημάτων. Χωρίς τις δικές του, τις ειπωμένες, λέξεις είναι αδύνατον να συνεχίσει πραγματικό διάλογο μαζί του. Κάποιοι τίτλοι είναι πανομοιότυποι, σαν φωτεινά σήματα που μας προετοιμάζουν ότι θα διαβάσουμε μια άλλη ποιητική οπτική, η οποία πηγάζει συγχρόνως και από μια άλλη ηθική στάση απέναντι σε κοινά βιώματα.

Η Πολυδούρη καλεί τον νεκρό Καρυωτάκη στα ποιήματα, δεν τον ανακαλεί. Η ποιητική αυτή πράξη φτάνει στο απόγειό της με το τελευταίο της ολοκληρωμένο ποίημα, το οποίο κλείνει με τον υπέροχο στίχο: «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον». Ο στίχος δεν δηλώνει μόνο την κατάφαση στον έρωτα για εκείνον συγκεκριμένα και κανέναν άλλο. Το «Εμένα» στην αρχή του στίχου δηλώνει τη συνειδητά αδιαπραγμάτευτη θέση της Πολυδούρη ότι γράφει μια ποίηση αυθεντική. Και είναι επιπλέον ένας στίχος που, στρέφοντας τα νώτα προς τον μοναχικό θάνατο, συνηγορεί υπέρ μιας παραδειγματικής ένωσης, η οποία έτσι αφήνει απογόνους.

Η Μαρία Πολυδούρη θα μπορούσε να αλλάξει το τέλος της ζωής της αλλάζοντας το τέλος στα ποιήματά της. Θα μπορούσε να επινοήσει τον εαυτό της. Αν ο εαυτός της μπορούσε να απεκδυθεί για λίγο από το τρομακτικό της πείσμα για αλήθεια.

Ανακαλώ το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», τη φωνή ενός έμφυλου ποιητικού υποκειμένου που ισχυρίζεται ότι γεννήθηκε εξαιτίας της αγάπης του Άλλου. Είναι μια ψυχική γέννηση που υπερβάλλει με την ερωτευμένη γλώσσα. Χωρίς την ερωτευμένη γλώσσα, το τραγούδι δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν πρόκειται για γλώσσα υποταγής στον Άλλο ούτε για ποίηση που γεννιέται από ποιητή. Η Πολυδούρη δεν απευθύνεται στον ποιητή Καρυωτάκη αλλά στον ερωτευμένο εραστή. Υμνεί τον έρωτα στον οποίο συγκατατίθεται.

Πλάι σε αυτό το ποίημα τοποθετώ το «Γλέντι», όπου το έμφυλο ποιητικό υποκείμενο έχει απόλυτη συνείδηση των πολλαπλών του κοινωνικών θανάτων από τους Άλλους. Εκεί δεν χαρίζεται, στέκεται υπερήφανη. Δεν χαλά μεν το γλέντι, αλλά η ίδια δεν γλεντά. Ξορκίζει τη θλίψη με το τραγούδι. Στο αποκαλυπτικό αυτό ποίημα η φωνή της γυναίκας που τραγουδά δεν εισακούγεται εξαιτίας του χορού της, ή του λικνίσματος ενός εντυπωσιακού κόκκινου φορέματος, αλλά γιατί είναι αυθεντικό. Είναι τόσο αυθεντικό, που διαλύει την προσδοκία των ανδρών για μια «χλωμή χαρά». Η «καινούρια μουσική» της Πολυδούρη (για να θυμηθούμε το ποίημα «Αποτυχημένη συμφωνία») είναι το απύθμενο βάθος μιας κατοικημένης, βιωμένης γλώσσας. Της γλώσσας που στάθηκε τυχερή να αγαπήσει και που με τη φωνή της διασχίζει τον αέρα κάνοντας κάθε γλέντι να μοιάζει ασήμαντο.

Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε

μήπως σε μία χλωμή χαράν ελπίσουν,

μα τόσο αληθινό θάν᾿ το τραγούδι μου

που σαστισμένοι θα σωπήσουν.

Η σιωπή και ο σεβασμός είναι ό,τι θα έπρεπε να επιφυλάξει ο μύθος για την Πολυδούρη. Η σιωπή απέναντι σε ένα βίωμα που, όσο κι αν θέλουμε, δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε. Αν δεν είναι ακριβώς ξένο, σίγουρα είναι καινούργιο. Δεν είναι το καρυωτακικό τραγούδι που βουίζει απάνωθέ μας στοιχειωμένο, το παντέρημο τραγούδι που αδειάζει, αλλά μάλλον το τραγούδι που γεμίζει ανθρώπινη ζωή την ίδια στιγμή που το υποκείμενο αναγκάζεται να το εγκαταλείψει. Τα ποιήματα της Πολυδούρη, αν διαβαστούν ολόκληρα και σε χρονολογική σειρά, καταγράφουν μια ιστορική για τα δεδομένα της ελληνικής ποίησης στιγμή. Εκείνη που η φωνή του ανθρώπου σπάει, διαλύεται στο ακατανόητο χάος της ανυπαρξίας. Καταγράφουν παράλληλα τη στιγμή που η ανθρώπινη ψυχή, την ώρα ακριβώς του αφανισμού της, επιλέγει να παραδώσει τη σκυτάλη της ζωής στην ποιητική φωνή. Επιλέγει τη διαιώνιση της ζωής ως αυταξίας.

Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα.

Σας χαιρετίζω,

πια δεν ορίζω

τη φωνή μου.

Ξεφεύγει παραλήρημα.

Σας σμίγω μα η πνοή μου

δε φτάνει, σπα.

 

Σκοπέ, σ’ αφήνω. Ήχε, Τραγούδι

μ’ αφήνετε. Τη μοναχή

χορδή μάταια κρούω στη λύρα μου.

Να ’χει μόνο ένα «χαίρε»

να ’ναι μονάχη του «χαίρε» η χορδή

στην καρδιά μου!

 

[…]

 

Πάνε τα ωραία, τ’ αγνά, η ζωή.

Γλυκέ Σκοπέ, δε μου αντέχει

η φωνή.

 

Να τραγουδώ

το θάνατο τη δυστυχία,

να λησμονώ

της χαράς την αγάπη,

δε θέλω. Ας σβήσω

σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μένει

να μη σημαίνει

γλυκά στο Θάνατο κι αυτός αργεί

με ιδιοτροπία ερωμένου!

 

Σας χαιρετίζω,

Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε.

Η ποίηση, από ένα σημείο και έπειτα, αντικαθιστά τη ζωή. Την ώρα του αφανισμού της η ερωτευμένη φωνή προλαβαίνει να μεταβιβάσει τον έρωτά της στη γλώσσα. Έτσι αρνείται το μηδέν του Καρυωτάκη. (Βλ. σημειώσεις στο ποίημα «Και τώρα κλείστε ερμητικά…», σ. 277-78.) Αρνείται να στοιχειώσει το τραγούδι. Αρνείται να εκδικηθεί. Η πείσμονα φωνή, παρά τις βιολογικές επιταγές, ψυχικά αρνείται να λυγίσει, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ο ήχος σχίζεται στα δυο.

Κι ένας μισοξεχασμένος στίχος του Καρυωτάκη, γραμμένος για την Πολυδούρη, αναδύεται ξάφνου στο νου μου σαν κάτι λεπτομέρειες που έρχονται να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα μέσα μας. Είναι ο καταληκτικός στίχος στο ποίημά του «Ένα σπιτάκι»: «ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει». Τα ποιήματα της Πολυδούρη χάρισαν στον κυνισμό του Καρυωτάκη το περίγραμμά του, στο σκοτάδι του το φως, στα σπασμένα του φτερά το φτέρωμα. Στο ποίημα «Μες στο σπιτάκι μου…» η Πολυδούρη απαντά στον ποιητή με το στίχο «Κι εγώ ήμουν το τραγούδι με φτερά / που ξεπετιόταν γύρω», αναβιώνοντας τα λόγια Εκείνου «Εσύ είσαι η ποίηση, εσύ είσαι το ζωντανό τραγούδι», την εποχή της σχέσης τους.

Διακόπτω αυτές τις σκέψεις και τη φέρνω πάλι στο νου μου στο νοσοκομείο. Αναπαριστώ την ασταθή πένα της και αμέσως τα φλογερά μάτια της, τα φλογερά μάτια όπως τα μνημονεύει ο Σικελιανός, και αμέσως πάλι την ασταθή πένα. Το βλέμμα της φαντασίας μου εστιάζει τελικά κάπου στ’ ανάμεσο. «Και φαίνονται τα χέρια μιας γυναίκας / που ψάχνουν στο κενό και προχωρούν». Προχωρούν. Μαεστρικά.

Αν ο Καρυωτάκης μηδένισε το άπειρο, η Πολυδούρη όρθωσε μια ποίηση του απείρου πάνω στην οποία καθρεφτίστηκε εκ νέου το μηδέν του Καρυωτάκη. Γι’ αυτό είναι αδιαχώριστοι. Τα ποιήματά τους με διδάσκουν πως είναι αδιαχώριστοι όπως οι διαφορετικές όψεις ενός νομίσματος.

Η κυνική και μεταφεμινιστική εποχή στην οποία μεγάλωσα ή ο ίδιος ο εαυτός μου δεν μου επέτρεψε να γυρίσω το νόμισμα, αφήνοντας μια ποιήτρια σαν την Πολυδούρη έξω από τα πρότυπα της εφηβείας μου. (Άλλωστε όταν είμαστε νέοι διαβάζουμε για να κρυφτούμε ή για να βρούμε ένα ασφαλές καταφύγιο.) Τώρα ήρθε ίσως η ώρα ο μύθος της ανυπεράσπιστης νεαρής ασθενούς ποιήτριας που χτυπήθηκε από τη μοίρα να εμπλουτιστεί με την ποιήτρια εκείνη που γράφει μανιωδώς για να θεραπεύσει το χρόνο, εφόσον ο χρόνος ο ίδιος δεν είναι πια γιατρός. Και σκέφτομαι πάλι εκείνο το νεκρικό δωμάτιο που γεμάτη περηφάνια και αξιοπρέπεια μετέτρεπε σε καλλιτεχνικό σαλονάκι υποδοχής καλεσμένων. Και θυμάμαι το ποίημά της «Σ’ αναμονή θανάτου», όπου με προειδοποιεί: «―Την περηφάνια μου μην ταπεινώσεις / κοίτα, μη μου λερώσεις τα φτερά». (Όχι μόνο δεν άφησε να σπάσουν τα φτερά της, δεν τα άφησε ούτε να λερωθούν.) Και είμαι σχεδόν σίγουρη πως το «ιδιότυπο προσκύνημα», όπως το χαρακτηρίζει η Χριστίνα Ντουνιά, γνωστών και αγνώστων προσώπων στο νεκροκρέβατο της, εμπεριείχε και την ειρωνεία της ζωής όπως αποτυπώθηκε στην ειρωνεία των στίχων της: «Γιατί πεθαίνω / γίνομαι ωραία, γίνομαι αγάπη / που την ποθούν».

Μια ετοιμοθάνατη, χλωμή κι αγνή γυναίκα υπήρξε κάποτε το πιο ρομαντικό θέμα της ποίησης. Το ποιητικό υποκείμενο της νεορομαντικής ποίησης της Πολυδούρη δεν είναι όμως αυτό. Μιλά για να φέρει με τη λεπτή της ειρωνεία στην επιφάνεια όλους τους πιθανούς της θανάτους αλλά και κάτι σημαντικότερο: τις επιθυμίες της. Είναι η ποιήτρια που μετατρέπει σε Μούσα και Μοίρα έναν νεκρό ποιητή, τον Καρυωτάκη, διαιωνίζοντας όχι μόνο τα ποιήματά του αλλά και έναν έρωτα που, αν τον θέλουμε αδιαπραγμάτευτο και πραγματωμένο (στο χαρτί), χρειάζεται να αποφασίσουμε πως δεν θα είναι ούτε αυτόνομος ούτε αυτόφωτος.

Θα τη σκέφτομαι ερωτευμένη τη Μαρία. Να γράφει ώς το τέλος ποιήματα. Γιατί με την ποίησή της, αυτή τη διπλή, και όχι ανώδυνη, κατάφαση του έρωτα και της ζωής, έχει ήδη σηκωθεί από το θνητό της κρεβάτι.

Να τη, στο μέσο της σκηνής που στέκει

με ένα γαλήνιο μέτωπο. Γελά

τόσο γλυκά. Στο πρόσωπό της τρέχει

ένα μεγάλο δάκρυ, ενώ γελά,

*

Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 15 Μαΐου 2014, στο Σπίτι της Κύπρου. Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τ.χ. 1866, Σεπτέμβριος 2015

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Μαρία Κυρτζάκη | Συνέντευξη στο περ. «Διαβάζω» | 18 Μαΐου 1983

19 Παρασκευή Αυγ. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in αρχείο, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ Σχολιάστε

Ετικέτες

1983, Διαβάζω, Ελληνίδες ποιήτριες, Μαρία Κυρτζάκη, Συνέντευξη

DSC_0478 (2)DSC_0479 (2)DSC_0477 (2)

DSC_0476 (2)

  • Επιμέλεια αφιερώματος Γιώργος Γαλάντης

 

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

«Ο Καβάφης, στο σχολείο και στην ποίηση» | της Ευτυχίας Παναγιώτου

27 Δευτέρα Ιον. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico_φιλολογικοποιητικά, Ευτυχία Παναγιώτου, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ 1 σχόλιο

Ετικέτες

Κ.Π. Καβάφης. Κλασικός και μοντέρνος, ελληνικός και παγκόσμιος, Κώστας Βούλγαρης, poema

cover_FINAL2.jpg

Πίνακας: Γιάννης Κολιός

Όταν πρωτοάρχισα να καταστρώνω ποιήματα –γιατί και πώς και κάτω από ποιες συνθήκες κανείς δεν γνωρίζει, κι αυτό είναι το ωραίο–, ο καβαφικός Θεόκριτος ενσάρκωνε τον πόθο μου να συναντήσω τον ιδανικό δάσκαλο. Ήθελα κάποιον να μου πει αν λοξοδρόμησα, αν έπρεπε να συνεχίσω στην ίδια τροχιά ή να του στρίψω.

 

«… Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει

να ’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.

Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι·

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμα το σκαλί το πρώτο

πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι

πολίτης εις των ιδεών την πόλι …»

 

Αυτά μου είπε. Τόσα πρέπει μόνο σε ένα καβαφικό —κυρίως ψευδοϊστορικό— ποίημα χωράνε και πουθενά αλλού. Γι’ αυτό μάλλον τον αγαπούσαμε τον Καβάφη στο σχολείο και τον ακούγαμε, παρότι ήταν κι εκείνος δάσκαλος που μιλούσε για τα πολύ παλιά, για όσα συνέβησαν προτού κανείς διανοηθεί την εποχή που γεννηθήκαμε. Τότε, ό,τι ερχόταν απ’ το παρελθόν μάς ήταν ξένο, άψυχο, τρομακτικό κι όσοι μάς το επέβαλλαν φαίνονταν κενολόγοι, άκαρδοι και δαίμονες. Τα πρέπει μύριζαν διδακτισμό· δεν θέλαμε να σκύψουμε. Θυμάμαι έναν ξερακιανό στο έδρανο που αγόρευε κι εμάς που γράφαμε κρυφά σε ραβασάκια στίχους για «το μεγάλο Ναι» και «το μεγάλο το Όχι» (που πλέον έγιναν κοινό τραγούδι) και γι’ άλλα διάφορα, για ταξίδια και «Ιθάκες», για την έκθεση στην «καθημερινήν ανοησία» και τις συναναστροφές. Ήταν τα λόγια του γέρου σοφού από τα βάθη. Ήταν τα λόγια του όπως τα νιώσαμε στην εφηβεία.

Τώρα στη μνήμη άλλος ένας καθηγητής ξεπηδά, που αποστρεφόταν σφόδρα τον Καβάφη αλλά επέμενε να τον διαβάζουμε: επιλεκτικά. Σπέρνοντας ανέμους, θέριζε όμως και θύελλες, γιατί κάποιοι καταλάβαιναν. Μέχρι και τα παιδιά που τόσο «φανατικά για γράμματα» δεν ήταν, ούτε πρόωρα ωριμασμένα και λυπημένα, έβρισκαν φιλόξενους τους στίχους του, συναντούσαν εκεί τη χαμένη τιμή της Νεότητας. Μια εύθραυστη, καταπώς την αντιλαμβάνομαι τώρα, υπερηφάνεια. Αλλιώτικη από τις άλλες τις εθνικές.

Εκείνα τα καβαφικά «τουλάχιστον», τα «όσο μπορείς» με πείθαν όμως περισσότερο. Επεφύλασσαν επιείκεια· μια καλοσύνη. Σαν να μας έλεγε ο γέροντας χτυπώντας μας τον ώμο φιλικά να ζήσουμε όπως θέλουμε αλλά να έχουμε το νου μας. Όχι για τιμωρίες που θέριευσαν σε απολιθώματα του χρόνου και για ηθικολογίες που δεν σκαμπάζαμε, μα για τον κίνδυνο να γίνουμε εχθροί του εαυτού μας από αμέλεια. Η ελευθερία που ποθούσαμε φύλαγε κινδύνους ωρολογιακής βόμβας.

Δεν μας εξέθετε, θέλω να πω, ποτέ ο δάσκαλος Καβάφης. Σεβόταν την ευάλωτη κι ευέξαπτη ηλικία μας, τα τρυφερά αισθήματα. Γι’ άλλους προγόνους έγραφε που τύχαινε και να μας μοιάζουν· στην ψυχολογία, στα φερσίματα. Κι ενώ δεν έφερναν σε ήρωες (όπως τους φανταστήκαμε ή όπως τους είχαμε μάθει με κάτι νά μεγάλα σώβρακα), μπήκαν σε ποιήματα, αφύσικες καρικατούρες, κι έπειτα θα ζούσαν για πάντα. Για πάντα. Σαν πρόσωπα μιας χορωδίας με πατριωτικά τραγούδια που τα τσαλακώσανε, που οι παραφωνίες τους σήκωσαν μπαϊράκι σε σιδερωμένες παρτιτούρες. Δεν ήταν ανυπότακτοι, μονάχα αδέξιοι. Κι ο Καβάφης τούς καλούσε στο προσκήνιο, τους χάρισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τους αγάπησε. Έτσι παρηκμασμένοι και ωραίοι, δεν ήταν ίδιοι με κανέναν. Ήταν ερωτικοί, μαζί και τραγικοί. Όπως η αλήθεια.

Στις λέξεις του Καβάφη, οι υπό διωγμόν έρωτες απελευθερώνονταν με μια συναίσθηση των ορίων τους τραγική. Η ελευθερία τους πήγαζε από μια σπάνια δεξαμενή αξιών που κάποιοι δεν άντεχαν ούτε σαν εικόνα να φέρουν στο μυαλό τους.

 

«Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

κ’ ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε …»

 

Όσο πιο απαγορευμένος και «άτυχος» ο έρωτας, πιο έρωτας. Όσο πιο ανέφικτος, πάνω στη σελίδα γίνεται σάρκα· ακόμη πιο έρωτας.

 

«… Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·

πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα».

 

Μα ας μην προτρέχω. Αυτά θα τα μαθαίναμε αργότερα: ένα «Σύνταγμα της ηδονής», για παράδειγμα, δεν γινόταν ποτέ να αντικαταστήσει την εθνογραφημένη μας ποίηση. Οι «ανδρείοι της ηδονής» δεν έπρεπε να αποτελέσουν πρότυπα μίμησης των νέων.  Όμως ο χρόνος παρελαύνει με ριγμένες τις μάσκες του και σκληρά πολύ μας προσπερνάει.

Δεν έχουν θέση στο σχολείο οι επιθυμίες των παιδιών, γιατί; Μέσα μας, κι εκεί έξω, φλεγόταν κάποιο ιδανικό· έπρεπε να το κατακτήσουμε. Κι επειδή δεν ξέραμε πολλά από επαναστάσεις αλλά μας στένευαν κι οι νόρμες, ο ήρεμος Καβάφης με δίδασκε πώς να βγαίνω στα κλεφτά απ’ το δωμάτιο του «λόγου», ή, όποτε τα έβρισκα κομμάτι σκούρα, τα γνωστικά και θλιμμένα του μάτια μού ένευαν να κοιτάξω σε ένα πελώριο παράθυρο με παρτέρια. Με έναν ιδεαλισμό, είν’ αλήθεια: με εκείνη την αθώα ξεροκεφαλιά που και τώρα δεν μου είναι ξένη. Το είχε πει ο Καβάφης: έπρεπε να είμαστε διαφορετικοί αν αυτό ήμαστε.

Η ξεροκεφαλιά είχε και πόνο. Και τύψεις. Και κλάματα πολλά. Τίποτε δεν είναι εύκολο ενόσω ενηλικιώνεσαι. Ήταν η απαρχή μιας κακοτράχαλης ανάβασης που δεν πρόλαβε να το σκεφτεί, αφουγκράστηκε μονάχα στίχους:

 

«… Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης …»

 

Είναι πολλοί οι «Νομοθέτες». (Κι οι «τυχοδιώχτες» πολλοί, μα ας τους κλείσω σε καβαφική παρένθεση.) Ανάμεσα σε προσωπεία δεν ξεχωρίζεις τους καλούς, και πια δεν κακίζω όσους μετρούσαν με τα δάχτυλα και τα κουνούσαν. Εννοώ πως είναι ακόμα δύσκολο για μια ελληνίδα ποιήτρια να «πολιτογραφηθεί» αβίαστα ή αναίμακτα. Κι αν «πολιτογραφηθεί», ενδέχεται κι ίδια καχύποπτη να γίνει απέναντι στους «Νομοθέτες» της· κι απέναντι στον εαυτό της.

 

*

 

Πώς κεντρώνεται λοιπόν το περιθώριο και η διαφορετικότητα σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία; Πώς μεσουρανεί ένας ποιητής με τη μιγάδα του γλώσσα, τους αμήχανους παρηκμασμένους «ελληνικούς» ήρωές του και τη σημαία τού ομοερωτικού πόθου προβεβλημένη στις αρχές του 20ού αιώνα; Υποψιάζομαι πως ο στυλίστας ο Καβάφης μελέτησε πολύ, μα δεν καταδέχτηκε να μιμηθεί ό,τι του ήταν «φορτικό» και «ξένο», και πως το απόλυτα οικείο του το προστάτευσε, προβάλλοντάς το σε μάσκες που, μονολογώντας τάχατες, μας μιλούσαν δραματικά. Αποκάλυπτε κι έκρυβε το πρόσωπό του με ποιητικά τεχνάσματα. Άλλα δικά του, άλλα όχι.

Το αδηφάγο μάτι μας δεν μπόρεσε έτσι να τον βρει. Κι έγιναν όλα σταδιακά αποδεκτά: κυρίως η ειρωνεία. Κι ο Κωνσταντίνος, «απών», δεν πρόδωσε κανέναν: μήτε τους δασκάλους του τού γαλλικού συμβολισμού, του αγγλικού ρομαντισμού και του αισθητισμού, μήτε τη ζωή του, που δεν έτρεξε πριν από τα ποιήματα, μήτε κάποιους αναγνώστες του που έβλεπαν επιτέλους την ψυχρή μητροπολιτική Ιστορία υπό το πρίσμα του κοσμοπολιτισμού της περιφέρειας. Μήτε τους ποιητές που τον θαύμασαν πρόδωσε. Γιατί η ποίηση δεν είναι μονάχα μαθητεία. Είναι και επινόηση σε γερά (πολύ προσωπικά και βιωμένα) κρατήματα. Και μας προειδοποιεί: να φυλάτε τα νώτα σας.

Τιμώ αυτό τον σοφό που, όντας αμίμητος, με δίδαξε πολλά. Αν γινόμουν ένας Ιασής, ένας Καισαρίωνας, ο Αντώνιος, ο Δαρείος, ή οποιοσδήποτε αντιήρωας της μυθιστορίας του, θα υπέφερα μες στις παράκαιρες και παράταιρες παρενδυσίες. Και πώς θα αναπαριστούσα τα τρυφερά αυτά πρόσωπα, τα «δικά του», που αχνοφέγγουν μες στα χαλάσματα;

Στα ποιήματά σου, Καβάφη, ούτε μία γυναίκα που να ανακουφίζει. Η Άννα, βέβαια, έγραφε: απέδρασε απ’ το Κακό με λέξεις.

Δεν φτάνει να το σκάμε απ’ την έξοδο κινδύνου. Να φεύγουμε απ’ την κύρια είσοδο, ούτε λόγος. Απόδραση απ’ το παράθυρο. Για εκείνο το παράθυρο.

 

* Δημοσιευμένο στον τόμο Κ.Π. Καβάφης. Κλασικός και μοντέρνος, ελληνικός και παγκόσμιος, επιμ. Κώστας Βούλγαρης, poema, 2013

b189409

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Ανδρέας Εμπειρίκος | «Στροφές Στροφάλλων»

23 Πέμπτη Ιον. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση, μουσική επένδυση

≈ Σχολιάστε

Ετικέτες

Boom Bap Mix, Άγρα, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, Λεωνίδας Εμπειρίκος, Στροφές Στροφάλλων

WP_20160623_17_54_20_Pro

 

 

WP_20160623_17_54_44_Pro

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Εμπειρίκος & Καρυωτάκης

23 Πέμπτη Ιον. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico_φιλολογικοποιητικά, φιλολογικά_δοκίμια, Ευτυχία Παναγιώτου, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ 3 Σχόλια

Ετικέτες

Ανδρέας Εμπειρίκος, Ηδύφωνο, Κώστας Καρυωτάκης

kariotakis

«Να τον αγαπάτε»

Γνώρισα τον Εμπειρίκο διά της αντιθετικής οδού, αυτής του Καρυωτάκη. Ήταν εποχές που τα θέματα διατυπώνονταν —στα σχολεία, στις σχολές, από τους μεγάλους— απλά και ξάστερα: ο Εμπειρίκος θα ήταν το σωσίβιό μου από την απαισιοδοξία. Η Οκτάνα ήταν ωστόσο η απάντηση του ποιητή στον Καρυωτάκη, ένα «Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον / με βαθυπράσινους κισσούς για έναν / άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη»:

«Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός δεν είχε ιδανικά, και την υστάτην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει».

Δεν ξέρω αν ο Εμπειρίκος εφευρίσκει τη Μοίρα για να απαλλάξει τον ποιητή από την ευθύνη του θανάτου. Ξέρω όμως ότι η προτροπή του να μην ξεχνάμε τον «άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά» δίνει στον Καρυωτάκη πίσω τα φτερά που του τσάκισαν, καθώς και την αγγελική του μορφή, το ανεστραμμένο ρομαντικό του Ιδανικό.

Η υπέρβαση στην Οκτάνα γίνεται «παρά τον θάνατον». Με συνείδηση πια ότι η ψυχική απελευθέρωση δεν είναι ένας υπερρεαλιστικός λεκτικός αυτοματισμός, ότι η ποίηση, διόλου αθώα, οφείλει να αντιστρέφει στρατηγικά τους όρους ενός επικίνδυνου παιχνιδιού: με ομιλούντα τεχνάσματα και με αδιανόητα —για κάποιους— οράματα. 5583-news.o-fotografos-andreas-empeirikos

Ο υπερρεαλισμός του Εμπειρίκου αξίζει να ιδωθεί ως μια επανάσταση των ενστίκτων που σκανδάλισε όπως σκανδάλισε από την ανάποδη ο Καρυωτάκης. Οι λόγοι είναι οι ίδιοι, ο τρόπος διαφέρει. Και ίσως αυτό με δίδαξαν τα ποιήματά του: πρέπει να πούμε τα λόγια αλλιώς. Με συναίσθηση ότι τα ρήματα υπάρχουν για να εκτοπίζουν τα επίθετα, οι στίχοι για να γίνονται ενεργήματα (ποτέ παθήματα), κι ο ποιητικός λόγος για ν’ ανταγωνίζεται την πραγματικότητα.

Ο Εμπειρίκος γράφει το μεγαλύτερο πεζό ποίημα που έγραψε ποτέ για κάποιον, κι είναι για τον Καρυωτάκη. Κλείνει το θρόισμα των στίχων του με το ονοματεπώνυμο ενός μεγάλου αυτόχειρα. Και με την προτροπή: «να τον αγαπάτε». Ενώ είναι γνωστό σε όλους μας ότι οι ποιητές σπάνια αγαπάνε άλλους ποιητές.

{Δημοσιευμένο στο κυπριακό ένθετο Ηδύφωνο, 2/8/2015}

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

Δημήτρης Αθηνάκης, «Λίγος χώρος για τον ξένο» {ποίημα σ. 78}

22 Τετάρτη Ιον. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in αναδημοσιεύσεις, βιβλία που αγαπώ, ελληνική ποίηση, Uncategorized

≈ 1 σχόλιο

Ετικέτες

Δημήτρης Αθηνάκης, Κουκουνάρι, Λίγος χώρος για τον ξένο, νέα ποίηση, νέοι ποιητές

DSC_0337

 

Όσες παρομοιώσεις, όσες μεταφορές κι αν

χρησιμοποιήσεις, η φύση, ο κόσμος,

αυτό που βλέπεις θα σε ξεπεράσει

 

Η γιαγιά μου, γυναίκα της Κυριακής στην

εκκλησία, έριχνε, θυμάμαι, μαχαίρι στο χαλάζι,

να το κόψει· μαχαίρι στο θεό. Σ’ ένα θεό που

αυτοκτονεί τις Κυριακές, ενώ εσύ ανασταίνεσαι

μαζί του πριν απ’ το μεσημεριανό και αφού

σε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα.

 

Νέα γλώσσα. Μαθαίνω. Ολοκληρώνω

τις απώλειες.

 

Ο καιρός δε φτάνει. Χάνεται ο ήλιος. Νυχτώνει,

και είμαι ακόμα ξαπλωμένος. Κάνω το σταυρό

μου. Τον παίρνω πίσω. Εκείνο το αγκάθινο στεφάνι

μού είναι μικρό.

 

Δε θα θυσιαστώ αυτόν το μήνα.

Χρωστάω νοίκια.

 

Διαφέρω από τους άλλους

όσο δεν τους χαλώ τον ύπνο.

_20160622_120934

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...

«Λευκό πανό»| της Ευτυχίας Παναγιώτου

14 Τρίτη Ιον. 2016

Posted by Ευτυχία Παναγιώτου in exwtico-ποιήματα, Χορευτές, αναδημοσιεύσεις, ελληνική ποίηση

≈ Σχολιάστε

Ετικέτες

Christy Lee Rogers, Ευτυχία Παναγιώτου, νέοι ποιητές, νέοι έλληνες ποιητές, Youropia, Yris

Rogers_a-whisper-of-eternal-peace

A Whisper of Eternal Peace | by Christy Lee Rogers

 

{απόσπασμα}

Σκύβει πολύ ο Ναπολέων να κοιτάξει
στα τρεμάμενα πόδια του το φως,
την έκσταση και τον θολό καθρέφτη του•
όλους τους άντρες που αγάπησαν•
την Ιστορία, τη διάτρητη υδρόγειο,

κι η Γαλλία να λάμπει σαν εικασία,
φλέβα που διαποτίζει το χάρτη,

 

όλο το ποίημα εδώ: http://y.youropia.gr/2015/12/02/lefko-pano/

 

Κοινοποίηση:

  • Google
  • Facebook
  • Twitter
  • LinkedIn
  • Email
  • Pinterest
  • Tumblr
  • Εκτύπωση

Κάνε Like στο:

Μου αρέσει! Φόρτωση...
← Older posts

Η ζωή σκοτώνει τους ποιητές. Και η ποίηση το ίδιο

| Βύρων Λεοντάρης

Μαζί με 123 ακόμα followers

Follow Ευτυχία Παναγιώτου | exwtico on WordPress.com

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΓΡΑΦΗΣ στο Έναστρον Βιβλιοκαφέ

ρωτήστε μας στο infoergastiri@gmail.com

Kατηγορίες

Φεβρουαρίου 2019
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
« Δεκ.    
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728  

Αρχείο

Αναφορές σε άρθρα

  • Guardian_Greek Poetry
  • Αντώνης Ψάλτης_Diavasinet
  • Βασίλης Λαμπρόπουλος_Τα Ποιητικά
  • Κυπριακή Λογοτεχνία μετά την ανεξαρτησία_Λευτέρης Παπαλεοντίου
  • Τιτίκα Δημητρούλια_Καθημερινή
  • Χρήστος Αγγελάκος_Lifo

Μεταφράσεις ποίησης στο διαδίκτυο

  • ΔΟΚΙΜΙΟ (e-poema)
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (e-poema)
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (βακχικόν)
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 2 (e-poema)
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 3 (e-poema)

Προς μια ποιητική

  • ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ (poeticanet)

Ποιήματά μου σε άλλες γλώσσες / My poems in other languages

  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα σέρβικα (Serbian)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (Austerity Measures, anthology)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (Crisis, anthology)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (Cross-Section, anthology)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (English/Drunken Boat)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (English/Five Dials)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (English/Hellenic Psyche and Poetic Eros)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (English/Γιάννης Γκούμας_Ποιείν)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (English/Mediterranean poetry)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αγγλικά (Futures. Poetry of the Greek Crisis, anthology)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα αλβανικά (Albanian/Jeta ne Kosove)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα ισπανικά (Spanish)
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ στα ιταλικά (Italian)

Σύνδεσμοι

  • Amy King
  • Barouak, Vita Mi (Βαγγέλης Μπέκας)
  • Bibliotheque
  • Blanc du bois
  • Bookcrossing
  • BookPress
  • Christina Rossetti
  • Complete Review (literary blog)
  • Crisis-Scape Athens and Beyond
  • Dark Virtual Poetry
  • Depression Era
  • Diavasame
  • Dyslexic Spelling
  • Ellen Camenovits
  • Emily Dickinson
  • Estrecho
  • Ex Libris
  • Ficciones
  • Fikos
  • Golem
  • Granta
  • Greek Quotes
  • Henry Miller
  • Hit & Run (πολιτισμός)
  • Hit & Run (σεμινάρια)
  • In other words
  • Άρης Μαραγκόπουλος
  • Άντρεα Ρούσου
  • Άννα Νιαράκη
  • Όχι ποιήματα
  • Ατόλη_Πέτρος Πολυμένης
  • Αυγή – Αναγνώσεις
  • ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)
  • Αλωνάκι της ποίησης
  • Αναγνωστική αδεία
  • Βάσια Τζανακάρη
  • Βασίλης Λαμπρόπουλος
  • Βασίλης Ρούβαλης / e-poema
  • Βακχικόν – Ηλεκτρονικό περιοδικό
  • Βιβλιοθήκη Σερρών – 1002 βιβλία
  • Βιβλιοθήκη Σερρών – blog
  • Βιβλιοθήκη Σερρών-Vivlioblogs
  • Βιβλιοκριτικά
  • Βιβλιοκαφέ
  • Γιώργος Αράγης
  • Γιώργος Αναγνώστου
  • Γιάννης Αντιόχου
  • Γιάννης Ευθυμιάδης
  • Γιάννης Η. Χάρης
  • Για όσο τα ρόδα
  • Για μανιτάρια – Δανάη Σιώζιου
  • Δημήτρης Αθηνάκης
  • Δημήτρης Γκιούλος_How to be paranoid and get away with it
  • Επί της τραπέζης
  • ΕΑΠίλεκτοι
  • Ελένη-ποιώ
  • Ελληνικές Βιβλιοθήκες
  • Εντευκτήριο
  • Ζαφείρης Νικήτας
  • Θωμάς Τσαλαπάτης
  • Θανάσης Τριαρίδης
  • Θεόδωρος Γρηγοριάδης
  • Ιστότοπος Εμμανουήλ Κριαρά
  • Ιωσήφ Βεντούρας / poeticanet
  • Κ.Κ.Μοίρης
  • Κυπρίων Ποίηση και άλλες ιστορίες λόγου
  • Κώστας Βούλγαρης
  • Κώστας Στοφόρος_Το Ημερολόγιο ενός Πατέρα
  • Κατερίνα Χανδρινού
  • Καμένα Σουτιέν
  • Κενός Τίτλος
  • Κινητήρας
  • Κλεοπάτρα Λυμπέρη
  • Λάκης Φουρουκλάς
  • Λέσχη Αυτοκτόνων Λογοτεχνών
  • Λεξήματα
  • Λογοτεχνικό Καφενείο
  • Λογοτεχνικά Επίκαιρα
  • Μαρία Γιαγιάννου
  • Μαρία Ξυλούρη
  • Μαύρο ρόδο
  • Μαίρη Αλεξοπούλου
  • Μισέλ Φάις
  • Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
  • Ντίνος Σιώτης / [de]kata
  • Ντουέντε_Μαίρη Κλιγκάτση
  • Νάνα Σαχίνη
  • Νίκη Μαραγκού
  • Νίκος Ερηνάκης
  • Νίκος Ξυδάκης
  • Ναυτίλος
  • Ξυλοκόποι της άνοιξης ― Παναγιώτης Ιωαννίδης
  • Ο Αναγνώστης
  • Ο ήχος της απώλειας
  • Πάνος Καπώνης
  • Παράθυρο (περιοδικό)
  • Παράξενος Ελκυστής
  • Παλαιοβιβλιοπωλείο Νίκος Χρυσός
  • Παναγιώτης Κονδύλης
  • Παναγιώτης Κονιδάρης
  • Πανδοχείο – Λάμπρος Σκουζάκης
  • Περιοδικό Άνευ
  • Περιοδικό Ένεκεν
  • Περιοδικό Κουκούτσι
  • Περιοδικό Στάχτες
  • Περιοδικό Χρόνος
  • Πετρούλα
  • Ποίηση στη σκάλα
  • Ποίηση στην εποχή της εκποίησης
  • Ποίηση και ποιητές – Στρατής Παρέλης
  • Ποίημα εν κινήσει_Πέτρος Πολυμένης
  • Ποιείν
  • Πολλές λέξεις
  • Πολλαπλασιάστε την πραγματικότητα επί δύο
  • Στίγμα Λόγου
  • Σταυρούλα Σκαλίδη
  • Σταύρος Σταυρόπουλος
  • Σταγόνες από μελάνι
  • Στεριανή ζάλη
  • Σωκράτης Ξένος
  • Σαραντάκος
  • Σκέψεις ενός ντροπαλού
  • Σοφία Κολοτούρου
  • Τραπέζι (σκεπτικισμού) – Χρήστος Μιχαήλ
  • Τεφλόν
  • Τεχνικό Πρόβλημα
  • Το παιδί της πλατείας
  • Το Κόσκινο
  • Το κόσκινο
  • Τοις Εντευξομένοις
  • Φωτορομάνζο_Παυλίνα Μάρβιν
  • Φύλο Συκής
  • Φάρμακο (περιοδικό)
  • Χρήστος Κούκης
  • Χρήστος Χρυσόπουλος
  • Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
  • Ψηφιοποιημένα λογοτεχνικά περιοδικά (ΕΚΕΒΙ)
  • Jackie Kay
  • Jeanette Winterson
  • JukeboxLand
  • Just Memory
  • Kafeini
  • Les and More
  • Librofilo
  • Links to poetry, poets, writers etc
  • Litart
  • Lou-Read
  • Marie Bacol_Διά χειρός τεχνήματα
  • MIC
  • New York Times Book Review
  • Oscar Wilde
  • Philisophy Matters
  • PJ Harvey
  • Poeticanet Blogs
  • Poetry and Feminism (Poetry Foundation)
  • Poetry Magazine
  • Poetry Out Loud
  • Roadartist
  • ScreenEye_Εναλλακτικός κινηματογράφος
  • Slang.gr
  • Social Policy
  • Sound Poetry
  • Stray Dogs
  • Sunken Suns
  • Surealismos
  • Sylvia Plath
  • The American Poetry Review
  • The Literary Gothic
  • The New Yorker
  • Three Percent
  • Tori Amos
  • Translatio
  • Try Poetry – Ιορδάνης Παπαδόπουλος
  • Unsteady Step
  • Valparaiso Poetry Review
  • Voice Off
  • WAT
  • William Blake
  • WordPress.com
  • WordPress.org
  • Words Without Borders

Μεταστοιχεία

  • Εγγραφή
  • Σύνδεση
  • Κανάλι RSS άρθρων
  • Κανάλι RSS σχολίων
  • WordPress.com

Goodreads

loading Ακύρωση
Δεν ήταν δυνατή η αποστολή της δημοσίευσης - ελέγξτε την διεύθυνση email!
Ο έλεγχος του email απέτυχε, παρακαλώ προσπαθήστε ξανά
Το ιστολόγιο σας δεν μπορεί να κοινοποιεί δημοσιεύσεις μέσω email.
Ακύρωση
Privacy & Cookies: This site uses cookies. By continuing to use this website, you agree to their use.
To find out more, including how to control cookies, see here: Cookie Policy
Αρέσει σε %d bloggers: