ΒΙΒΛΙΑ / ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ

cover-megas kipouros_great gardener

α’ έκδοση 2007

«Ο μόνος τρόπος», λέει ο μέγας κηπουρός, «είναι η ανάμειξη, η μόνη λύση είναι η αντιπαράθεση, με την κοινωνική πραγματικότητα και με την ποιητική και γλωσσική παράδοση». «Θα καταστρέψουμε πρώτα τις σάπιες λέξεις, μετά θα εφεύρουμε καινούργιες, δικές μας λέξεις, και σταδιακά θα ορθώσουμε έναν κήπο ονείρων».«Αλλά να θυμάσαι», με προειδοποιεί, «ο πόθος θέλει πάθος, η αθωότητα συνενοχή και το όνειρο αίμα». Τότε ρώτησα η αδαής τον μεγάλο κηπουρό μου: «Αν από αυτή την αποστολή επιβιώσω, θα είμαι ευτυχισμένη;» Κι αυτός γέλασε και ο τόπος τράνταξε: «Στο χέρι σου είναι, κοίτα, εσύ να κοιτάς μόνο τις ευθείες».

Γράφτηκαν για το βιβλίο μέγας κηπουρός

«Και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό…» Εικόνες έντασης και βωβού πάθους στις ποιητικές εκδοχές της γυναικείας εμπειρίας, έτσι όπως «εξομολογείται» η Ευτυχία Παναγιώτου στη συλλογή μέγας κηπουρός. Η γυναίκα μέσα από την οδύνη της ύπαρξής της καθώς εγκολπώνεται το λόγο, που είναι ο αμφίσημος λόγος της ζωής και του θανάτου. «σπείρει λέξεις κάτω απ’ το χώμα. λέξεις λαβωμένες…» Η Παναγιώτου με τρόπο σπαρακτικό αρθρώνει τη διαλεκτική της γυναικείας παρουσίας: «σπείρει το θάνατο / με σπέρνει θάνατο / γίνομαι ο θάνατος». Το κυριολεκτικό και σε επίπεδο μεταφοράς άνοιγμα της γυναίκας στη ζωή και στο θάνατο είναι η στάση αυτή και το πεδίο που, τελικά, έβγαζε τον άντρα από τη δίψα του αίματος και το φάντασμα των Ερινυών. Οι γυναίκες δημιουργοί με το έργο τους έχουν να μας χαρίσουν όλη τη σαγήνη και τη γνώση του βίου τους. Δεν πρόκειται βέβαια ούτε για μια terra incognita ούτε για την άλλη όψη του φεγγαριού αλλά για εκείνη την αναγκαία και ικανή συνθήκη που μπορεί να απελευθερώσει τους άντρες από τα δεσμά της ακατέργαστής τους «αναγκαιότητας». Η Παναγιώτου μάς συγκινεί με την ευτυχή της ποιητική προσφορά.

Γιώργος Γιαννόπουλος, Περιοδικό Ένεκεν, τεύχος 10, Άνοιξη 2008, σ. 234.

*

Ανασκευές της πραγματικότητας, υφολογικές αναδιανομές, ρυθμική ένταση, καταδηλωτική στάση ενός διαμαρτυρόμενου εγώ. Τα υπερρεαλιστικά δάνεια εύλογα, τρόπον τινά αναγκαία και πολλά – είναι η πρώτη της δοκιμή άλλωστε. Ξέρει όμως να επιλέγει σωστά τους κυριότερους φωτισμούς της λεκτικής σκηνής.

Γιώργος Βέης, Yearbook 07>08, Στιγμιότυπα Πολιτισμού, Περιοδικό Highlights, σ. 560.

* 

Πρώτη, αρκετά ευπρόσωπη εμφάνιση της Ευτυχίας Παναγιώτου. Αξιοσημείωτη γλωσσική τόλμη και έντονος πειραματισμός στην εκμετάλλευση ιδιωτικών και πιο καθολικών θεμάτων. Με απροσδόκητες μεταφορές και λεκτικές εικόνες αποτυπώνονται ερωτικές και υπαρξιακές ανησυχίες, ή διοχετεύονται η απογοήτευση της διάψευσης αλλά και η αντικομφορμιστική κριτική για πράγματα και καταστάσεις. Αναμένουμε να δούμε την εξέλιξη της πρώτης αλλά όχι πρωτόλειας αυτής εμφάνισης. Από τα πιο συγκροτημένα κείμενα της συλλογής είναι, πιστεύω, το «Φάντασμα»:

θα σου κάνω μάγια ξένε για να μ’ αγαπήσεις

θα σου φτιάξω φίλτρα για να’ ρθεις σε μένα

πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα

θα ‘χω μιαν αγκαλιά μεγάλη να χωράει τα όνειρά σου

ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,

μυρωδιές, χαρμόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία

κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το ‘χεις — λίγο μονάχα

δώσε αίμα στη δική μου που πεινάει η στοιχειωμένη.

Λευτέρης Παπαλεοντίου, Περιοδικό Άνευ, τ. 29., Καλοκαίρι 2008, σ. 89.

*

 

είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν’ αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται.

σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω κι εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες.

-μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-

(ενδοφλέβια)

Ποιήματα που εμπεριέχουν μεταφυσικά φαντάσματα, ποτισμένα με την τόλμη της νεότητας. Κήπος υπάρχει, σταδιακά φυτρώνει όμως χάρη στη φροντίδα του κηπουρού του. Στον «μέγα κηπουρό» η νεαρή ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου ανακατεύει τις λέξεις, σκαλίζοντας συναισθήματα, πιέζοντας τες να μιλήσουν για τον πανικό της ημέρας, το φόβο της απώλειας, την αίσθηση της πτώσης στο κενό («μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου, για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών, τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο»).

Ο μόνος τρόπος, μας λέει ο μέγας κηπουρός, είναι η ανάμειξη, η μόνη λύση είναι η αντιπαράθεση, με την κοινωνική πραγματικότητα και με την ποιητική και γλωσσική παράδοση («είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη, τρυπάω τα δόντια ν’ αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω, με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται»). Όπως αναφέρει και η ίδια η ποιήτρια «Θα καταστρέψουμε πρώτα τις σάπιες λέξεις, μετά θα εφεύρουμε καινούργιες, δικές μας λέξεις, και σταδιακά θα ορθώσουμε έναν αγέρωχο κήπο ονείρων».

Νέστορας Πουλάκος, ηλεκτρονικό περιοδικό βακχικόν, τεύχος 1, Μάρτιος-Μάιος 2008.

*

Πρόκειται για την πρώτη, άξια προσοχής, συλλογή τής κυπριακής καταγωγής Ε.Π. Ερωτικά, υπαρξιακά θέματα αποδίδονται με εξπρεσιονιστικές χροιές, ενώ αποτυπώνεται πρόδηλα η αγωνία για έναν ουσιώδη βίο. «αλφαβήτα»: η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου / ασφυκτικά απ’ το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει / άγουρο το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει / ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω / νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός / ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς / θα κάνω με ληγμένα γράμματα.

Χρ. Γιαννάκος, Ευ. Τζάνος, Β. Τουρογιάννη, περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 39, σ. 158.

*

(γονατισμένη)

χάλασε ο δίσκος, ανάποδα παίζει τα τραγούδια.

τώρα ο στίχος αντίστροφα με πάει.

μια πεταλούδα κόλλησες στο γόνατό μου πίσω,

στόχος το «γονατίζω» να κόψω μαχαίρι.

το είδα σαν παιχνίδι στην αρχή και δέχτηκα

αλύγιστη να παραμείνω, αν είναι έτσι

μια ζωή να σώσω.

ήρθες μετά μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτο μ’ άλλες ταλαίπωρες

«άσκηση θάρρους είναι ευτυχία να μη λυγίζεις», είπες.

«άσκηση καλοσύνης είναι», σκέφτηκα.

Είναι λίγα τα βιβλία ποίησης που άμεσα δηλώνουν την πρόθεση του ποιητή, αυτό το τι έχει να επιδείξει σαν πρώτη έκρηξη του αστέρα του, αφού η πρώτη συλλογή κάποιου νέου ποιητή είναι ταυτόχρονα και η επικοινωνία του έργου του με το κοινό. Περαιτέρω είναι επίσης λιγοστές οι γυναικείες φωνές στην ποίηση που εκφράζουν με τόση αμεσότητα και τόση καθαρότητα τον σωματικό, ερωτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό πόνο, και αν και δεν θα ήθελα να κατατάξω με ευκολία την Ευτυχία Παναγιώτου και την ποίησή της στην κατηγορία της εξομολογητικής ποίησης, γιατί ίσως να καταλήγει παρακινδυνευμένο λόγω αγνωσίας λεπτομερών βιογραφικών της στοιχειών. Είναι όμως τόσο εμφανές το αίμα μέσα στο ποιητικό σώμα που παρουσίασε η Παναγιώτου στην ποιητική της δήλωση, που τολμώ να την αναμετρήσω μαζί με την Σέξτον θεωρώντας την ως την πιο αντιπροσωπευτική φωνή της εξομολογητικής ποίησης της γενιάς του 2000 στη χώρα μας.

Έτσι πέρα από λογοτεχνικές φιοριτούρες και γαλιφιές θα ήθελα να δηλώσω τον ενθουσιασμό μου που έχουμε και πάλι στην Ελλάδα εξομολογητική ποίηση, μετά από εκείνη την γυναικεία μερίδα της γενιάς του 70 (N. Ησαΐα, N. Χατζιδάκι, K. Γώγου, κ.ά.) Κύρια όμως σε ό,τι αφορά την Παναγιώτου η θεματολογία της είναι σαφώς προσανατολισμένη προς τη ματαίωση, το μάταιο και τη ματαιότητα, ενόσω τα χρησιμοποιεί και ως φιλοσοφικό στοχασμό και ως ειρωνεία, δίνοντας έτσι σχεδόν πάντα οριακές διαστάσεις. Τούτο μπορεί κανείς να το συμπεράνει διαβάζοντας μόνο και μόνο τους τίτλους τον ποιημάτων της Παναγιώτου, όπως: «η γυναίκα παρακεταμόλη», «καρδιογράφημα», «αυτοχειρία», «η μεταφυσική της δυστυχίας» είναι μερικοί από τους τίτλους της.

Τα ποιήματα δεν είναι ούτε  μεγάλα, ούτε πολύστιχα, κύρια είναι μικρά και εξελίσσονται σε δύο στροφές ενώ πάντα ακολουθεί  ο καταληκτικός στίχος, ο οποίος είναι ο στίχος της ανατροπής. Είναι ποιήματα ακαριαία.

Παρόλο που είναι η πρώτη της συλλογή εντούτοις η αναφορά και η επιμονή της στο θάνατο δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως και να τον έχει συλλάβει δεμένο χειροπόδαρα σε κάποια από τις σκοτεινές γωνιές των ποιημάτων, εκεί όπου αρχέτυπα, μύθοι, παραμύθια, σύμβολα της ωρίμανσης και της κοινωνικοποίησης της αναμειγνύονται παράγοντας την δική της ποίηση.

Έτσι εδώ θα ανακαλέσω αυτό που λέει ο Αρτώ για τον δεμένο χειροπόδαρα θάνατο: «Αυτός ο χειροπόδαρα δεμένος θάνατος, όπου η ψυχή σπαρταρά μπρος στην προοπτική να ξανακερδίσει μια πλήρη και επιτέλους διαπερατή κατάσταση, όπου δεν υπάρχει η σύγκρουση, η οξύτητα μιας παράφορης σύγχυσης που προκαλείται από τις αλλεπάλληλες εκλογικεύσεις και  μπερδεύεται στους ιστούς ενός  μείγματος ανυπόφορου και μαζί μελωδικού, όπου δεν υπάρχει αρρώστια, όπου, κάτω απ’ αυτή την παροξυντική πίεση, απότομα ξεμυτίζει το αίσθημα ενός αλλιώτικου, νέου επιπέδου, όπου από τα βάθη ενός ακατονόμαστου μείγματος αυτή η ψυχή που σπαρταρά και μουγκρίζει νιώθει τη δυνατότητα να ξυπνήσει, όπως στα όνειρα, σε έναν κόσμο πιο φωτεινό, έχοντας ξεπεράσει κι αυτή δεν ξέρει πια τι λογής εμπόδια – και βρίσκεται σ’ ένα σελάγισμα όπου τα μέλη της επιτέλους χαλαρώνουν, σε εκείνο το σημείο που όλα τα χωρίσματα του κόσμου φαίνονται εσαεί εύθραυστα.

Αυτή η ψυχή μπορούσε να ξαναγεννηθεί, αλλά αυτό δεν το κάνει γιατί αν και ξαλαφρωμένη, νιώθει πως ακόμα ονειρεύεται πως δε μεταμορφώθηκε ακόμα σε εκείνη . την ονειρική κατάσταση με την οποία δεν καταφέρνει να ταυτιστεί.

Μελετώντας την ποιητική συλλογή από την πλευρά της επίδρασης και κάθε νέος ποιητής έχει ανάγκη να κατανοήσει αν έγινε αντιληπτή η επίδραση άλλων ποιητών θα χρησιμοποιήσω τα συμπεράσματα του Μπλουμ πως: τα ποιήματα ενός ποιητή επιδρούν στα ποιήματα ενός άλλου δια της γενναιοδωρίας του πνεύματος, έστω κι αν είναι μοιρασμένη γενναιοδωρία.  Σε μεγάλο βαθμό η γραφή της ακολουθεί απευθείας την εξομολογητική σχολή της Αμερικανικής σύγχρονης ποίησης, κύρια με την Σέξτον που έχει δηλώσει φανερά πως της αρέσει, αλλά έχει όμως και στοιχεία ως προς τη δόμηση του μεταφυσικού της άξονα στον Σαχτούρη, τον οποίο η Παναγιώτου  δείχνει να έχει αντιληφθεί πλήρως. Τα ποιήματα καταλήγουν να είναι μια καινοτόμος παρουσία στο τοπίο της νέας ελληνικής ποίησης και σίγουρα αξίζουν την προσοχή μας.

Οι παραμορφωτικοί καθρέφτες των ποιημάτων της διαστρέφουν ό,τι όφειλε να είναι ωραίο, ίσως και αγνό, ίσως και αθώο και θηλυκό. Κι αν η ποίηση γενικά παραμορφώνει και κάνει όμορφο ίσως κι ένα αδιάφορο αστικό τοπίο, να ξέρετε ότι στην ποίηση της Παναγιώτου, θα βρείτε αντίσταση σε αυτού του τύπου την ανάπτυξη.

τόκος

λυπημένο μακιγιάζ παραπατάει στον καθρέφτη μου.
αλήτες, ξεβγαλμένα χρώματα από τούφες μαλλιών.
η επέκταση του μαύρου γίνεσαι το φευγαλέο βήμα
από δέρμα σε νεροχύτη γλίστρησες – βρόμικο νερό.

ξεγεννάω άλλο ένα όνειρο, μορφή Εφιάλτη,
και ράβω τα ίχνη σου έκτακτα σ’ ένα στομάχι κενό.
πώς μ’ αδειάζει ο πόνος στο πάτωμα;
είναι σαν να ‘χω φύγει.

ποτέ το πρόσωπό μου δεν θα μείνει καθαρό.

Γιάννης Αντιόχου,περιοδικό Index, Σεπτ-Οκτ. 2008, τεύχος 25, σσ. 61-63.

*

Εκ Κύπρου ορμώμενη η Ευτυχία Παναγιώτου ανήκει στην ομάδα εκείνων των νέων ποιητών που γεννήθηκαν από το 1980 και μετά (οπότε είναι ακόμα κάτω των τριάντα χρόνων) και που διαμορφώνουν το ποιητικό τους πορτρέτο μέσω του Διαδικτύου, διαβάζοντας και μεταφράζοντας ξένη ποίηση και εντρυφώντας σε μπλογκ όπου διακινούνται νέες τάσεις γραφής: η ποίησή της γυαλίζει από εκπλήξεις, μυρίζει θάνατο σπασμένο με φόβο, θυμίζει σαχτούρεια μεταφυσική ατμόσφαιρα. Πολλά από τα ποιήματα της πρώτης συλλογής μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων) θα μπορούσαν να είναι βουβό λίπασμα ενός ξεχασμένου κήπου, ενδοφλέβιοι εφηβικοί έρωτες, φεμινιστικές αναζητήσεις ενός σύμπαντος νεανικού κόσμου, κοριτσίστικα βλέμματα ριγμένα πάνω στο επίσημο τοπίο των αθετημένων υποσχέσεων. Τελικά είναι όλα αυτά, συν ολοκληρωμένες θαρραλέες ποιητικές προτάσεις, δοσμένες με τόλμη γλώσσας και ύφους, και ένα μετρημένο ανατρεπτικό ισοζύγιο ταχείας ωρίμασης.

Ντίνος Σιώτης, περιοδικό Poetix, Άνοιξη 2009, τεύχος 1, σ. 78

*

17/10/2009

Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει;

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΛΛΗ

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, μέγας κηπουρός, ποιήματα, εκδόσεις κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 44

το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο
μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται/ στο διάστημα ορφανές και/ ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,/ τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και/ επιστρέφουν σε μένα ξένες.// ωραίες σαν το κεφάλι μου – εκσφενδονίζεται/ συνένοχο./

Η Ευτυχία Παναγιώτου, με το πρώτο ποίημα της συλλογής της «μέγας κηπουρός», το οποίο ήδη παρέθεσα, συνειδητοποιεί πως όποιος σκέφτεται, θέλοντας να ορίσει τον εαυτό του, διαπιστώνει πως μπαίνει σ΄ ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα συναισθημάτων, το οποίο είναι ένα σύμπαν σε μικρογραφία. Εκεί, η σκέψη που χάνεται στο διάστημα ορφανή, μπορεί κάποτε να επιστρέψει στην ίδια ξένη, αφού έχει πρώτα αφομοιωθεί σε άλλες φωνές, άγνωστων παραληπτών. Η Παναγιώτου γνωρίζει, ευθύς εξαρχής, πως εκδίδοντας ένα βιβλίο, οι σκέψεις της ταξιδεύουν προς ένα άγνωστο κέντρο, αναζητώντας την πιθανή εκδοχή να οικειοποιηθούν από κάποιον άλλο. Επιθυμεί να ρισκάρει για να φανερώσει μέρος της ψυχής της, σε κάτι τόσο αόριστο όσο και η ίδια της η προσπάθεια να κατανοήσει το σύμπαν, να εκτεθεί, να πιστέψει πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και πως από την θλίψη μπορεί να ξεφυτρώσει η πιο ισχυρή ελπίδα, από τον έρωτα μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, από την ποίηση η βαθύτερη κατανόηση των ενστίκτων μας. Η ποιήτρια είναι συνένοχη σ’ αυτό το παιχνίδι. Τα ποιήματά της επισημαίνουν μια συνθήκη ανάμεσα σ’ εκείνη και των αγριανθρώπων, που αφενός την τρομάζουν έτσι όπως εκμεταλλεύονται τα αισθήματα, παγιδεύοντάς την σε διάφορους φόβους, οι οποίοι στο βιβλίο φανερώνονται με ωμό τρόπο, αφετέρου, τους εκμεταλλεύεται και η ίδια για να προσδιορίσει τον χώρο που κινείται και εκφράζεται.
Τι απασχολεί έναν νέο άνθρωπο σήμερα; Τι είναι αυτό που τον τρομάζει; Ποια εμπόδια βρίσκει στη ζωή του στην προσπάθεια να τα βρει με τον εαυτό του και να υπερασπιστεί τα όνειρά του; Τι σημαίνει αγάπη και μίσος για κάποιον που έχει ζήσει οριακές στιγμές και που είναι τόσο ευαίσθητος ώστε να εκφράζεται με θυμό αλλά συγχρόνως με στοργή; Τα ποιήματα της Παναγιώτου δεν είναι μόνο αυθόρμητες καταθέσεις θέλοντας να απαντήσει στα μεγάλα αυτά ερωτήματα που θέτει η ίδια η ποίησή της, αλλά είναι και ένα σκληρό παιχνίδι αυτογνωσίας:
τα «έτσι είναι η ζωή», τα «τι να κάνουμε;»/ τα υγρά χαρτομάντιλα, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και τις κινούμενες/ μνήμες, μνήμα/ το αξημέρωτο αύριο
ή
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,/ τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν/ πρώτα μην είναι άλλος κανείς/ στο προσκεφάλι μου/ έρωτας ή τρέλα/
ή το σπαρακτικό
αν είναι ο πόνος των μικρών ελάχιστος/ θέλω το τίποτα να γίνω/ θέλω το τίποτα/
Η Παναγιώτου πιστεύει πως η ποίηση δεν είναι μια μέθοδος εξιλέωσης. Αν το επιθυμούσε αυτό οι στίχοι της δεν θα ήταν τόσο αποκαλυπτικοί, δεν θα ανάγκαζαν τον αναγνώστη να αποδεχθεί την ρήξη του με τα κοινωνικά κλισέ. Τα ποιήματά της μοιάζουν να είναι κλεισμένα σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο. Όμως αντί να προκαλούν φόβο, δίνουν υπόσταση στο συναίσθημα, αποτελούν μια ευγενής ανταλλαγή. Η Παναγιώτου μιλά τη γλώσσα των αισθημάτων. Τα αισθήματα όμως αυτά έχουν ως υπόβαθρο τη λογική. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Ενώ αποτελούνται από στέρεα υλικά της κυριολεξίας, τα ποιήματά της εξωτερικεύουν πάθος, αγωνία, μεγεθύνουν και εξογκώνουν το φως και το σκοτάδι, εκφράζουν μια γλώσσα ζωντανή, λυρική, πλημμυρισμένη από συγκίνηση. Παρ’ όλο που αναφέρει ότι «γράφει με την αισιόδοξη πεποίθηση πως, στο μέλλον, η ποίηση δεν θα της είναι και τόσο απαραίτητη», πιστεύω πως έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι το σύμπαν που κουβαλά στο ωραίο της κεφάλι είναι κι αυτό ένα κομμάτι του παζλ που συμπληρώνει την ανάγκη για έκφραση και κατανόηση, σε μια ούτως ή άλλως σκληρή πραγματικότητα:

έχω δάχτυλα./ σφαλίζω τους πόθους και κλειδώνω το παρόν μου./ σφαλίζω το παρόν και κλειδώνω τους πόθους μου./ ίδιο δεν είναι;/ «κάθε παρόν είναι ένα μέλλον», λες.// μα είμαι το διάστιχο.

Ο Γιώργος Λίλλης είναι ποιητής

*

Μέγας κηπουρός_β έκδοση

β’ έκδοση, 2015

 

Επανέκδοση: μέγας κηπουρός της Ευτυχίας Παναγιώτου

μέγας κηπουρός, ποίηση, Ευτυχία Παναγιώτου, εκδόσεις Κοινωνία των Δεκάτων 2007, β’ έκδοση 2014

“Ο δρόμος της υπερβολής μάς πάει στο παλάτι της σοφίας”

Προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής της Ευτυχίας Παναγιώτου είναι η φράση του William Blake από το βιβλίο του Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης. Ο Μέγας Κηπουρός, επανεκδίδεται το 2014 από τις καλαίσθητες εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων. Η πρώτη έκδοση της συλλογής μετρά ήδη 7 χρόνια κυκλοφορίας. Το εξώφυλλο κοσμεί, η κοκκινόμαυρη φωτογραφία του ποιητή Κυριάκου Συφιλτζόγλου, προ(σ)καλώντας το βλέμμα με την πορφυρή της απόχρωση.
“αλφαβήτα
η γραβάτα σου, λέξη δεμένη κόμπος στο λαιμό μου
ασφυκτικά απ’το περίμενε, το μήλο θα σαπίσει
άγουρο, το μέλλον μου φοβάμαι παρελθόν μη γίνει
ξεχασμένο, όπως στα όνειρα, ζωή τυφλή θα ζω
νομίζοντας βηματισμούς πως κάνω προς τα εμπρός
ενώ αντίστροφα κοιτώντας το ρολόι υπολογισμούς
θα κάνω με ληγμένα γράμματα”

Η Ευτυχία Παναγιώτου, όπως και στις επόμενες δυο συλλογές της, Μαύρη Μωραλίνα και Χορευτές, υφαίνει την γλωσσική της ολότητα, αρχής γενομένης, ήδη από τον τίτλο εκάστου ποιήματος, που αποτελεί όχι την επανάληψη κάποιου στίχου ή την συμπύκνωση του νοήματος αλλά το κλειδί αποκωδικοποίησής του μετά από δευτερότριτες εννοιολογικές προσπάθειες κατανόησης. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιοι τίτλοι: “Το κεφάκι μου σύμπαν ολόκληρο”, “πόνος-μπετόν” “η εξοχή του μυαλού μου”, βλέπω θα πει επινοώ”, το ομότιτλο “μέγας κηπουρός” “per funeral”, “η γυναίκα παρακεταμόλη” κ.α
31 μικρά και μεσαίου μεγέθους ποιήματα ξετυλίγονται με ενιαία ή διακεκομμένη -από εμβόλιμες προτάσεις, εν μέσω παύλας- πορεία, αφήνοντας την έντονη επίγευση της συνομιλίας της ποιητικής ύπαρξης με τον εαυτό της ή κάποιον συνομιλιτή. Τολμηρή είναι η γλωσσική ευφράδεια της ποιήτριας -ίδιον χαρακτηριστικό της και στις επόμενες ποιητικές της πτήσεις- επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να μεταφερθεί ευκολότερα στην ασφάλεια μιας οικείας γλώσσας που αφορμάται από προσωπικές αναζητήσεις αλλά γοργά επεκτείνεται σε καθολικές διαπιστώσεις.
“επίκτητα
αναζητήσεις κρυμμένες/ στο συρτάρι μου/ βγαίνουν έξω από μένα/ το βράδυ φοράω/ πανσέληνο/ και κόκκινα χείλη/ που δεν είναι από κραγιόν/ -το χτύπημα-/ γύρω από το σώμα μου/ κυκλώνεσαι/ ίδιο φίδι,/ χόρτο που κολλάει/ σε λάσπη/ κάτω από παπούτσι,/ ιδρώνουν τα πόδια/ από φόβο, μπορεί/ να παραλύουν, δεν ξέρω/ να βουλιάζουν,/
δεν ήταν δικά μου αυτά/ άλλα τα έρμεια τα σανδάλια.”

Υπερρεαλιστικές φράσεις, μακρινοί ψίθυροι λυρικού απόηχου, τιθασευμένος συναισθηματισμός, συντακτικοί ακροβατισμοί, επανάληψη λέξεων “εξομολογήσεις δίκην δικαιοσύνης/ εξομολογήσεις για δικαιοσύνη/ εξομολογήσεις πνιγμένο δόντι” και “δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός./ σπείρει το θάνατο/ με σπέρνει θάνατο/ γίνομαι ο θάνατος”, εναλλαγή του μονόλογου με διάλογο και ένας υποδόριος ρυθμός συνθέτουν την μουσικότητα των ποιημάτων της συλλογής. Ο θάνατος, η απώλεια, ο φόβος, ο έρωτας και ο πόνος αποτελούν την μήτρα και το σώμα πάνω στο οποίο η Παναγιώτου θ’αποτολμήσει να σπείρει -σαν άλλη κηπουρός- τις λέξεις της και θα χαράξει τον βηματισμό της στο ποιητικό τοπίο, με σταθερό κι ιδιαίτερο βλέμμα, πάνω σε πράγματα και ανθρώπους.
“ενδοφλέβια
είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη./ τρυπάω τα δόντια ν’αρθρωθώ˙ συνέχεια ματώνω./ με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται./ σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω./ μες στη σιωπή μου ανθίζω κι εντός μου/ ποτίζω τα φαντάσματα σ’άδειες καρέκλες./ -μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-”
Αναστασία Γκίτση
Βακχικόν, τχ. 29, 2015

5 thoughts on “ΒΙΒΛΙΑ / ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ”

  1. Νοσφεράτος said:

    Tο Μπλογκ του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ

    http://periodikoeneken.blogspot.com/

  2. Ευτυχία διαβασα το μέγα κηπουρό…έχω ταυτιστεί με το ποίημά σου αυτοχειρία. Θέλω να σε ευχαριστήσω για τις λέξεις που έβαλες μαζί και που εγώ κατάλαβα όπως μπόρεσα…

  3. Γεια σου, Πετρούλα μου. Σε ευχαριστώ πολύ… Παράξενο πώς οι καθημερινές αυτοχειρίες μοιάζουν χειρότερες από τις έσχατες. Καλό φθινόπωρο, αλλάζουν οι εποχές.

  4. liana kotrotsiou said:

    Καλησπερα…Ειδα την σελιδα σου και με ενδιαφερει πολυ.Μου αρεσει οταν συναντω ανθρωπους που ζουνε με την ψυχη τους.Και βρισκουν τροπους να δημιουργησουν

  5. Σ’ ευχαριστώ πολύ. :)