ΒΙΒΛΙΑ / ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ

Γράφτηκαν για τη Μαύρη Μωραλίνα


Στις νεαρότερες ποιήτριες οι οποίες εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αξιοπρόσεκτη παρουσία (ήδη με το πρώτο-εισόδειο βιβλίο τους), συγκαταλέγεται η Ευτυχία Παναγιώτου. Η συλλογή της «μέγας κηπουρός» (Κοινωνία των Δεκάτων, 2007, σ. 44, τιμή: 5.09 ευρώ) θεωρήθηκε ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση καθώς επιδίωξε την κινητοποίηση του αναγνώστη, τη «συνδιαλλαγή» με τον μικρόκοσμο που συνέθεσε με υλικό τις υπαρξιακές της αναζητήσεις αλλά και τα αισθητικά πρότυπά της σε πλήρη-εμφανή διάταξη και ισόρροπη αξιοποίηση. Στη δεύτερη συλλογή της («Μαύρη Μωραλίνα», Κέδρος 2010, σ. 72, τιμή: 9,50 ευρώ) γίνεται φανερή η ωρίμανση των «τρόπων» της σ’ ό,τι αφορά τόσο τη διατύπωση του ποιητικού μηνύματος όσο την επιζητούμενη αναγραφή του προσωπικού στίγματός της ανάμεσα στο πολυδιάστατο σχήμα του παρόντος. Η κυπριακής καταγωγής ποιήτρια υφαίνει μια ποιητική σύνθεση (ιδού μια σαφής ένδειξη εξέλιξης της ιδίας και της γραφής της) με όρια, αιχμές αλλά και κρυφά σημεία προς ανακάλυψη από τον αναγνώστη που θα περιδιαβεί τη στιχουργία της. Κυρίαρχο μοτίβο ένα πρόσωπο, η Μαύρη Μωραλίνα. Ένα ενδεικτικό απόσπασμα (από το ποίημα Χάρισμα): «δεν είχαμε δει την ουτοπία; / τα πέλματά μας πυροδοτούσαν έκσταση, / χάραζε και χάναμε το φως μας. / μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε και οι ήχοι / τα μέσα μας άναβαν, / τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, ο ουρανός σκοτείνιαζε, / και τότε ένας αγκώνας ρίχτηκε να μας χωρίσει […]».

Βασίλης Ρούβαλης, Αυγή 25/01/2011

*

[…]

Τριάντα χρόνια χωρίζουν την Ευτυχία Παναγιώτου από τον Μαυρουδή και πενήντα από τον Κούσουλα. Κι αλήθεια, μιλάει άλλη γλώσσα. Μία σειρά από ονειρικές-εφιαλτικές εικόνες είναι τα 22 ποιήματα της συλλογής αυτής. Εικόνες δυνατές που από μέσα τους βγαίνει ανθρώπινος πόνος, σκληρός, χωρίς ίχνος μελό.

στοιχειά και λείψανα
διασκεδάζουν
το ποίημα, το ποίημα όταν
δεν έρχεται.

Η ηρωίδα (ή μην είναι πολλές) του ποιήματος είναι γυναίκα. Ανάμεσα σε ηδονή και αρρώστια, με τον θάνατο παρόντα ακόμα και στην εικόνα του εξωφύλλου, διάσημη φωτογραφία της Francesca Woodman.

η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους
καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.

Νίκος Δήμου, Lifo  2/2/2011
*

Ο ποιητικός μοντερνισμός διαθέτει ακόμη ακμαίους θύλακες, που δεν έχουν εξαντληθεί από την επαναληπτική χρήση, που το υπέδαφός τους παραμένει γόνιμο, ικανό να μας δώσει και άλλους καρπούς. Όταν μάλιστα πρόκειται για εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία της γυναικείας ποίησης, της έμφυλης προσωπικής ματιάς και ευαισθησίας που μετατρέπεται σε λυρική ψηλάφηση των λέξεων και των εννοιών, οι «αναξιοποίητες» εκτάσεις φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες. Αν δε, επιπλέον, ο ποιητικός λόγος μπολιάζεται με μια θεματολογία έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος, τότε η σοδειά αναμένεται ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως πλούσια.

Την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.

Τα προηγούμενα περιγράφουν, κατά τη γνώμη μου, το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου (γέν. 1980), τις αφετηριακές ορίζουσες της ποιητικής της. Ωστόσο, αν έρθουμε πιο κοντά στα πράγματα, αν δούμε πώς εντάσσεται και εγγράφεται μέσα στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης, διαπιστώνουμε μια ταλάντωση, μια αμφιθυμία: ανάμεσα στην καλλιέργεια ακριβώς εκείνων των γόνιμων περιοχών, που υποδηλώνει και το εναρκτήριο μότο από την Ελένη Βακαλό (μιας ποιήτριας που συστηματικά διερεύνησε τις αντοχές και τα όρια του μοντερνισμού), και στην, επίσης μεταπολεμική, εγκόλπωση της σεφερικής ποιητικής, όπως αυτή απολήγει, μέσω του Αναγνωστάκη και τόσων άλλων, στους νεώτερους (ενδεικτική η αφιέρωση του τελευταίου ποιήματος στην Τζένη Μαστοράκη, ως υπόμνηση, φαντάζομαι, των οφειλών και της συνομιλίας).

στοιχειά και λείψανα

διασκεδάζουν

το ποίημα, το ποίημα όταν

δεν έρχεται.

Η ταλάντωση, και το συνακόλουθο δίλημμα, αφορά δύο αντιτιθέμενες ανάγκες: από τη μια, η αποκάθαρση, το ξύσιμο όλης της σκουριάς που έχει επικαθίσει πάνω στον ποιητικό λόγο, η αναδιοργάνωση των επιμέρους στοιχείων του (όπως π.χ. η στίξη), εν τέλει της ίδιας της δομής του, και, από την άλλη, η καταφυγή, εν τέλει υπαγωγή σε μια δεδομένη αφηγηματικότητα, που πρέπει να υποδεχθεί και να αντέξει, σαν κορμός και πλέγμα, όλο το θεματολογικό φορτίο, την πολιτικότητα, την ίδια την ιστορικότητα.

Αυτό ακριβώς το δίλημμα αντιμετώπισαν αρκετοί ποιητές «του ’70», που έπρεπε να χωρέσουν τη διάθεση της περιώνυμης «αμφισβήτησης» μέσα στην παραδεδομένη φόρμα, στον σεφερικό ελεύθερο στίχο, έστω «χαλαρώνοντας» τις νοηματικές και εκφραστικές του πειθαρχίες. Οι περισσότεροι, πολύ γρήγορα, έφτασαν σε αδιέξοδο: τα όρια της «ποιητικής κοινής», έστω και σχετικοποιημένα, πίεζαν αφόρητα απ’ όλες τις κατευθύνσεις, ενώ το μπητ ήταν ήδη τετελεσμένο, αφού το πλαίσιο απέναντι στο οποίο εκφώνησε την εξέγερσή του είχε εκλείψει. Έτσι, αφού οι νέες φόρμες, που θα εξέφραζαν και θα έφεραν το φορτίο της αμφισβήτησης, δεν παρήχθησαν, το όλο εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο, μετέωρο, και περιφέρει την αμηχανία του μέχρι σήμερα.

Η ποίηση της Παναγιώτου προβάλλει αυτό το χάσμα σε πρώτο πλάνο, όχι ως ερεβώδες κενό ή σχάση, όχι ως δραματικό ή δραματουργικό δίλημμα, αλλά το γεμίζει με σημειώσεις και παραπομπές, από την ποίηση, τη ζωγραφική, την ιστορία, που σαν ξόρκια, σαν δάνεια από τη ζωή και την κοινωνία, καλούνται να σκιάσουν το χάσμα, να σκεδάσουν την απουσία, μας καλούν να την «ξεχάσουμε», έστω απολαμβάνοντας την παρηγορία της θεματολογικής πολιτικότητας.

Το σημείο όπου βρίσκεται η ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μακάρι να αποδειχθεί και γόνιμο εφαλτήριο, εμπεδώνοντας μια φόρμα πολιτικά ανατρεπτική.

Μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική; 

Κώστας Βούλγαρης, Αυγή 8/5/2011

*

Ό,τι γράφεις γίνεται

Η Ευτυχία Παναγιώτου (γεννημένη το 1980, στη Λευκωσία) εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή το 2007, υπό τον τίτλο «μέγας κηπουρός» (εκδόσεις «κοινωνία των (δε)κάτων»). Στο πρώτο ποίημα εκείνης της συλλογής, οι στίχοι «μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται […] ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων» αποκάλυπταν ότι η ποίηση προσλαμβάνεται ως μια πράξη επικοινωνίας και συνενοχής. Τρία χρόνια μετά, εκδίδει τη «Μαύρη Μωραλίνα», μια ποιητική σύνθεση, μία ποιητική αφήγηση, σε επτά ενότητες, οι τίτλοι των οποίων δημιουργούν ένα άλλο, κρυφό, ποίημα: «Κοιτάξτε τη Μωραλίνα· έχει κόψει τα μαλλιά της / κλαίει με το πάθος της κυρίας Μοντιλιάνι / κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης που χάθηκε Οκτώβριο μήνα [αναφορά στην Ανν Σέξτον: αυτοκτόνησε στις 4.10.1974] […]».

Το μότο ενός ποιήματος («Ο πόνος μάς μωραίνει», Μωρίς Μπλανσό) αποκαλύπτει την ετυμολογική προέλευση της επινοημένης Μωραλίνας: «μωρός», από πόνο, με την κατάληξη του ονόματός της να παραπέμπει παιγνιωδώς στις «Παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας» της Βακαλό, της οποίας στίχοι επιλέγονται ως το ένα από τα δύο μότο του βιβλίου). Η Μωραλίνα είναι μια μαύρη γυναίκα στη λευκή Αφρική, μια γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, όπου «γλώσσες-μάσκες» μιλάνε για «πολιτισμό-με-μέτρο» και κυριαρχεί το δόγμα «σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο». Είναι, όμως, αποφασισμένη: «την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει». Ο στίχος αυτός, σε συνδυασμό με το δεύτερο, ανυπόγραφο μότο του βιβλίου («Κάποτε θα τέλειωναν οι φοβέρες της αγάπης […]»), δηλώνει την πρόθεση της «Μωραλίνας» να τοποθετηθεί απέναντι στον εαυτό της, ανεξάρτητη από τον Άλλον· να βγάλει στην αγορά την ενοχή και να αναμετρηθεί μαζί της, διότι, αλλιώς, «στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».

Η Παναγιώτου, με το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο −στο σταυροδρόμι όπου η γυναικεία γραφή, η οποία τη συνδέει με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, π.χ. (διόλου τυχαία, της αφιερώνεται το επιλογικό ποίημα), συναντιέται με μια ποίηση όπου μνήμη και γραφή επιχειρούν να αποσυναρμολογηθεί ο «ευλογημένος Χάρος»−, μας εισάγει πλέον στο ποιητικό της σύμπαν, όχι μόνο με τις ευθείες αναφορές της (Βακαλό, Σέξτον, Μαστοράκη, Αμαλία Τσακνιά της οποίας στίχοι επίσης γίνονται μότο ενός ποιήματος), αλλά και χάρη στην είσοδο στο ποίημα σπουδαίων δημιουργών με τη θηλυκή τους υπόσταση: «κλαίει η κυρία Μοντιλιάνι», «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε», «το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ», «στα δυο μου χέρια κρατώ την καρδιά της και λέγεται Μπόρχες». Αν προσθέσουμε το «Γεύμα γυμνό» (το οποίο παραπέμπει ευθέως στον Μπάροουζ), την «Κλαιόμενη Κυρία» (αναφορά στην «Γυναίκα που κλαίει» του Πικάσο) και την «ανθρωπογεωγραφία της Francesca Woodman, Αμερικανίδας φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε στα 22 της» (φωτογραφία της οποίας κοσμεί το εξώφυλλο) έχουμε ένα σύνολο από λογοτεχνικές, εικαστικές, αλλά και μουσικές αναφορές (με την αγία Καικιλία, προστάτιδα της μουσικής, να δίνει το όνομά της σε ποίημα).

Σε αυτό το ποιητικό σύμπαν, κυριαρχεί η λακανική προτεραιότητα του σημαίνοντος στη γλώσσα («Κι όμως θυμάμαι· λάτρευες τις λέξεις. / για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες» ή: «ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις»), ενώ υπάρχει η συναίσθηση πως η ερμηνεία του χάους δεν είναι εφικτή: «κάτι αδύνατο να ειπωθεί / ειλικρινά / ανθρώπινο εντελώς», κάτι που, ενδεχομένως, οδηγεί στην τρέλα, λέξη η οποία επανέρχεται συχνά στη «Μαύρη Μωραλίνα». Η Παναγιώτου εκτιμά: «παιχνίδι επικίνδυνο το παιχνίδι της γραφής», και η γλώσσα της, σαν για να ξορκίσει τον κίνδυνο, αφήνεται κάθε τόσο σε γλωσσικά παιχνίδια, άλλοτε με αδιόρατο χιούμορ («Μαναστατώνης», συστήνεται στ’ αγγλικά / «Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά), άλλοτε ανακαλώντας, θαρρείς, στίχους λαϊκών τραγουδιών (π.χ.: «η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια / βαστούν μαχαίρια» ή: «με λέξεις, / σφάλματα δίχως συγχώρεση»).

Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, ωστόσο, όπου η γνώση είναι μεν εξουσία, αλλά και στον οποίο «πληθαίνουν οι εγγράμματοι κανίβαλοι», η Μωραλίνα εξέρχεται εντέλει από το γκέτο, το ποίημα εγκαταλείπεται («κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί»), ο έρωτας τώρα ανάγεται σε «ακτή της ουτοπίας» – εφόσον «αρσενική και θηλυκή αγάπη» ξεπεράσουν το «Σύνδρομο της Ιερουσαλήμ».

Η Μαύρη Μωραλίνα −που πρωτοπρόσωπα δηλώνει «εγώ όμως ζω / − χορεύω χάος / με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ» (συνομιλώντας με τη Βακαλό: «Εγώ είμαι η Ροδαλίνα / αλλά η Ροδαλίνα δεν είναι εγώ»)­− αίρει εντέλει τις διακρίσεις, και σε έναν κόσμο εχθρικό όπου «όλοι θα ’ναι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν εναντίον της επανάστασης», έχοντας πλέον συμφιλιωθεί με τον αγαπημένο Άλλον («ισορροπούμε στο κενό όταν είμαστε δυο»), οδηγεί τον αναγνώστη στον «νέο κόσμο των κατόπτρων»: «όλοι ίδιοι είμαστε –ίσοι και νεκροί­− μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία».

Κάπως έτσι, η Παναγιώτου προχωρά από το ατομικό στο συλλογικό, και με τη «Μαύρη Μωραλίνα» πραγματοποιεί ένα άλμα σε σχέση με την πρώτη ποιητική συλλογή της: αν στον «μέγα κηπουρό» συστήθηκε ως «πολλά υποσχόμενη νέα ποιήτρια», τώρα εμφανίζει συγκροτημένη ποιητική προσωπικότητα, η οποία αποφαίνεται «αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί», καθώς «όταν γράφεις κάτι γίνεται».

Ελένη Κεχαγιόγλου, Διαβάζω, τχ. 517, Απρίλιος 2011

*
Κατάστικτη αλήθεια, καθαρτήρια

Η Μαύρη Μωραλίνα, δεύτερη συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου (γ. 1980) έπειτα από τον Μέγα Κηπουρό, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο σπονδυλωτή, βιωματική σύνθεση παρά συλλογή αυτοτελών μεταξύ τους ποιημάτων.

Πολυφωνικό χρονικό μιας εποχής που έπεται του έρωτα, τοποθετείται στη δυστοπία ενός εφιαλτικού σκηνικού, ενός χώρου που διαρκώς μετατίθεται από το νοσοκομείο στην οικογενειακή εστία, και από εκεί στη θρυμματισμένη μνήμη και τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις της. Μια υπερβατική πραγματικότητα, υπόγειας δράσης, στην επικράτεια του σώματος, στον πόνο και τις πληγές του, στις χαράδρες και τους χειμάρρους του.

Με τα σύμβολά της εύπλαστα και πολυσήμαντα, η ποιητική γλώσσα, άλλοτε εξομολογητική, άλλοτε –επιφανειακά τουλάχιστον– ψυχρή και κλινική, παραπέμπει στα μαθηματικά, την ιατρική, τη φιλοσοφία, αποκτά έως και ιερατική χροιά και διαλέγεται με ένα διακείμενο που δεν είναι αποκλειστικά λογοτεχνικό. Κατεξοχήν επίμονος και βαθύς είναι ο διάλογός της με τις εικαστικές τέχνες. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την κομβική επαφή της Παναγιώτου με τη ζωή και το έργο της Αμερικανίδας φωτογράφου Francesca Woodman – δική της φωτογραφία κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.

Σαν προοίμιο, το πρώτο ποίημα («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») μας μιλά για την ιαματική λειτουργία της γραφής, αλλά μας προϊδεάζει και για το βαρύ τίμημά της. Όλα θα γίνουν μέσω του σώματος. Εκεί διαπλέκονται ο έρωτας και η απώλειά του με τα σπαράγματα της προσωπικής μνήμης και τη χαμένη παιδικότητα. Όλα στο σώμα επενδύονται, στα μέλη του, σε ό,τι το περιβάλλει, για να φτάσουμε τελικά στην επώδυνη συνείδηση, στην αυτοδιάθεσή του: την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.

Και το σώμα αυτό διαλέγεται με το σώμα του άλλου, καθρεφτίζεται στα ουράνια σώματα, διαπλέκεται με τις μνήμες, τις αισθήσεις και με τις αναμνήσεις των αισθήσεων, για να υποστεί τελικά την ίδια φθορά στην οποία είναι καταδικασμένος και ο κόσμος των άψυχων αντικειμένων: σαν να κουβαλά τις αμαρτίες της ύλης, είναι τοποιητικό εγώ που κατακερματίζεται αντί της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Κι όμως εδώ κρύβεται μια κατάφαση: με απόλυτη συναίσθηση, πλέον, και εποπτεία, η Παναγιώτου θα επιμείνει να μιλήσει, γιατί ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική.

Καθώς πλάθει το κύριο alter ego της, τη Μαύρη Μωραλίνα, ο λόγος της, εμπύρετος, κινείται σε πολλά επίπεδα, ως αδιάκοπη ροή μιας πολυκύμαντης συνείδησης. Επεκτείνεται σε ιστορικές και πολιτικές παραμέτρους, με το παρελθόν πολλαπλά εγγεγραμμένο μέσα του. Εμπεριέχει ταυτόχρονα και τις ίδιες τις αρχές βάσει των οποίων συντίθεται: η μορφή, διαβάζουμε, είναι δείκτης περιεχομένου.

Τελικά, πλέοντας κανείς κατά μήκος της Μαύρης Μωραλίνας, με μια αίσθηση ρευστότητας από ποίημα σε ποίημα, νιώθει ότι ο μόνος προορισμός θα μπορούσε να είναι η λυτρωτική αποδοχή του αιτήματος για το εμείς: το ερωτικό, το ουτοπικό, το αδικαίωτο εμείς· που όμως εδώ έρχεται και βρίσκει τελικά τη δικαίωσή του στη γραφή: ακόμη και στα βάθη της απελπισίας, όταν γράφεις κάτι γίνεται.

 Γιάννης Δούκας [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική, τχ. 7, σελ. 291-292·

εκδοχή του κειμένου είχε εκφωνηθεί στην παρουσίαση του βιβλίου (TAF, 7/2/11)]

*

Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή η φιλόλογος Ευτυχία Παναγιώτου, που γεννήθηκε στη Λευκωσία και σπούδασε στην Αθήνα και στο Λονδίνο, διερευνά τα ουτοπικά όρια μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, καταπίεση και σύνθλιψη του ατόμου. Σταχυολογώ για τον εύστοχο συμβολισμό του τον στίχο: ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει.

Κωνσταντίνος Μπούρας, Ελευθεροτυπία 11/6/2011

*
όλα λοιπόν είναι έρωτας, ή τίποτα δεν υπάρχει./ μια βεβαιότητα είναι, που τεντώνεται στον εαυτό της/ -τον ακραίο εαυτό της-/και τυλίγεται στον εαυτό της./ (έχει ήδη γράψει τη λέξη τρεις φορές)/ διαλεκτική εδώ πουθενά./ θέση / αντίθεση / σύνθεση κτλ./ πουθενά οι γνωστές προκείμενες/ 1. όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί/ 2. ο Α. είναι θνητός/ 3. ο Α. είναι άνθρωπος/ κατά τ’ άλλα η γλώσσα μια μπαμπέσα/ πλάνη. Στην δεύτερη ποιητική συλλογή της, «Μαύρη Μωραλίνα» (Εκδ. Κέδρος, 2010), η Ευτυχία Παναγιώτου έχει κεντρική ηρωΐδα, που οικτίρει τον κακό εαυτό της. Κι όχι τα κακώς κείμενα, καθότι υπόθεση προσωπική ο έρωτας (κι ας ανοίγεται σε προσωπικά δεδομένα, όπως λέει σε άλλο ποίημα της) και η σχιζοφρένεια και η απάτη, ή αυταπάτη, το ίδιο άλλωστε είναι για τη Μωραλίνα. Ποιήματα του ερέβους, παρολαυτά η σκοτεινιά και αν υπάρχει διάχυτη, το φως το συναντάς έστω και λειψό, με το σταγονόμετρο. Τόσο καλά δουλεμένος ο στίχος της Παναγιώτου, που η αποστάση του από εκείνον της πρώτης συλλογής της («μέγας κηπουρός», Εκδ. κοινωνία των δεκάτων, 2007) λέγεται και εξέλιξη.
Νέστορας Πουλάκος, Βακχικόν, τχ. 13
*

μια αυταπάτη

για κείνη τη μέρα ζω

του φρενοκομείου.

για τη γιορτή του κόσμου,

που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν

τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,

το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ‘ναι

μόνο σκόνη, και μια καρδιά στροβοσκοπίου

να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο

θα ‘ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά

της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας,

κι ένα μάτι θα ‘ναι μες στ’ αστραφτερά τους δόντια

και γλώσσα κοφτερή πολύ που θα εκστομίζει κορακίστικα

de rerum natura/ de rerum natura ναρκωμένη

κάπως έτσι θα συσπώνται, έτσι θα σφαδάζουν ώσπου

να τους βγει η ψυχή, θα βγει αυτή η κυρία και η μέρα θα ‘ναι

εξαίσια εορτή -απάτριδα γιορτή της εορτής- ενώ εγώ,

μ’ ένα κομμάτι κρύσταλλο στον νέο κόσμο των κατόπτρων,

την ανεξαρτησία θα ζω (όλοι ίδιοι είμαστε -ίσοι και

νεκροί- μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία),

δηλαδή εγώ, του φρενοβλαβείου, ούτως ή άλλως εγώ,

και δίχως εξιτήριο, στο σχήμα των πουλιών θα ζω,

κανονικά ζω

και ξαναζώ τη μέρα.

το ποίημα, που δεν είναι και τόσο ευχάριστο (αλλά αυτά τα έχει η ποίηση), είναι πάντως κατά τόπους επίκαιρο, ανήκει στη συλλογή Μαύρη Μωραλία, της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2010. Και οι τρεις πρώτοι του στίχοι αρκούν στον ποδηλάτη και τους υπαινιγμούς του.

Μαρία Λαϊνά, Ελευθεροτυπία 12/3/2011

*

Ποιητές και Μανιτάρια

Η ποίηση ήταν ανέκαθεν πιο διαδεδομένη από την πεζογραφία στην Κύπρο. Και αυτό είναι για μένα περίεργο γιατί είναι φορές που θεωρώ πως αδικούμε τη λέξη «ποίηση» και τη λέξη «ποιητής». «Είμαι ποιητής!», «Γράφω ποίηση», φράσεις στερεότυπες ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, εκδόσεις πέφτουν από τον ουρανό, ποιητικές βραδιές, περιοδικά ποίησης και ποιητικά φεστιβάλ εμφανίζονται από το πουθενά. Δεν λέω πως αυτό δεν είναι καλό. Αυτό είναι πολύ καλό, όμως πόσα από αυτά τα ποιήματα έχουν πράγματι κάτι το ουσιαστικό, πόσοι τελικά από αυτούς τους ποιητές υπηρετούν με ιδρώτα αυτό το δύσκολο λογοτεχνικό είδος; Έχω πολλά ονόματα Κυπρίων ποιητών στο μυαλό μου που πράγματι έχουν να δείξουν ποιοτική και συχνά πρωτοποριακή δουλειά, απλά έχω κουραστεί να ακούω σχόλια από αλαζόνες ψευδοποιητές – ένα ποίημα θέλει κόπο – ένα ποίημα θέλει λόγο να υπάρχει, τον τελευταίο καιρό νιώθω πως η ποιήση έχει γίνει περισσότερο μόδα παρά ουσία. Όπως και να χει, πρόσφατα διάβασα μια ποιητική συλλογή που βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα και παραθέτω πιο κάτω (πολύ πολύ σύντομα) την άποψή μου.

Μαύρη Μωραλίνα είσαι εδώ;
 
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που ξεφεύγει από τα τετριμμένα και αντικατοπτρίζει ξένες επιδράσεις, κυρίως από Αγγλία και Αμερική. Υπάρχει πειραματισμός στη φόρμα και δύναμη στην έκφραση, αν και είναι φορές που δυσκολεύεται κανείς να ακολουθήσει το νόημα των λέξεων. Η γραφή μοιάζει χαοτική και δυσνόητη, εκεί δηλαδή που ριζώνει μια λέξη μέσα σου μια άλλη σε απομακρύνει. Δεν είμαι σίγουρη αν αυτή η υπερβολή και η αντιθετικότητα στην έκφραση έχει να κάνει με την ανάγκη της συγγραφέως να επιδείξει την ποιητική της δεινότητα – που είναι αξιέπαινη – αυτό όμως που μένει στο τέλος είναι πινελιές συναισθημάτων και όχι μια ενιαία αίσθηση «κάθαρσης». Και πάλι μιλούμε για μια νεαρή δημιουργό της οποίας η γραφή θα ωριμάσει με το χρόνο και θα μας επιφυλάξει, ελπίζω, ενδιαφέρουσες ποιητικές εκπλήξεις.
*

Ξενοφών Μπρουντζάκης, Το Ποντίκι 21/4/2011

*
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Ο Φιλελεύθερος 30/1/2011
*

Το πάθος έχει πάντα μορφή. Το νομιμόφρον υποκείμενο το εισπράττει σαν κάτι πυρώδες που καταστρέφει κάθε μορφή, αρκεί να μην υπερβεί τα όρια που θέτει η συμμετρία του συμβολικού καθεστώτος. Ο ποιητής καταφέρνει να το εισπράξει σαν γνήσια εσωτερικότητα που αναδύεται στον κόσμο, αξεχώριστη από τη μορφή της: το ποίημα. Το ποίημα συμβαίνει στον ασύμμετρο τόπο του υπερβατικού, του πάθους που αρνείται επίμονα την επικυρωμένη ολότητα μιας συμβολικής αλήθειας. Το ποίημα τίθεται ως ξένο προς το οντολογικό καθεστώς του υπάρχοντος. Ειδοποιεί για μιαν άλλη υπαρκτική δυνατότητα, η οποία μορφοποιείται ως αίτημα ανατροπής κάθε μορφής. Από την στιγμή που ο ποιητής είναι αναγκασμένος να διατυπώσει την ποιητική σύλληψή του στην γλώσσα που αποτελεί θεματοφύλακα του υπάρχοντος οντολογικού καθεστώτος, έχει μπροστά του δύο δρόμους. Μπορεί να εγκαταλείψει αυτήν την γλώσσα, σωπαίνοντας ή παραμορφώνοντας τον λόγο. Είναι περιττό να πούμε πως στη περίπτωση η μόνη αλήθεια είναι: «Υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί». Δεν γίνεται να υπάρξει ανώτερη μορφή δουλικότητας. Αλλά η ποίηση είναι υπόθεση αυτού που λέγεται. Δεν μπορεί να νοηθεί εκτός γλώσσας. Συνεπώς ο ποιητής πρέπει να διαλέξει τον δεύτερο δρόμο, ο οποίος διατυπώνει το μέχρι εκείνη την στιγμή αδύνατο να διατυπωθεί, αποσταθεροποιώντας το γλωσσικό καθεστώς, αποκαλύπτοντας την αδυναμία των λέξεων να διατυπώσουν το σύνολο της οντολογικής περιοχής στην οποία αναφέρονται. Το ποίημα επέρχεται στον κόσμο ως αναταραχή του συμβολικού καθεστώτος. Το πάθος είναι πάντα αντικαθεστωτικό. Δεν φαίνεται, κρύβεται, αλλά ίσα-ίσα για να διακηρύξει την ανομία του.

Γιώργος Μπλάνας, e-poema, τχ. 15, Ιανουάριος 2012

*
«κοιτάξτε τη Μωραλίνα / έχει κόψει τα μαλλιά της
κλαίει με το πάθος της κυρίας / Μοντιλιάνι
κοιτάει απ’ το καθρεφτάκι της τ’ωραίο πρόσωπο μιας Άλλης / που χάθηκε Οκτώβριο μήνα
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη / αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει
με ανάπηρους φθόγγους των πουλιών
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι»
Θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα της Ευτυχίας Παναγιώτου με τις αράδες του στοιβαγμένες σε μία μόνο σελίδα, πριν ή μετά την υποτιθέμενη φωτογραφία της αγαπημένης της φωτογράφου Francesca Woodman που θα την τιμήσει στην δεύτερη ποιητική της συλλογή διαλέγοντας για εξώφυλλό της μια ιδιαίτερη φωτογραφία. Δεν είναι ωστόσο ένα ποίημα μίας σελίδας, είναι οι υποενότητες της συλλογής της «Μαύρη Μωραλίνα» που κυκλοφόρησε το 2010 και επανακυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το 2011. Η πρώτη έκπληξη λοιπόν επήλθε ήδη στην μορφή των περιεχομένων. Περιεχόμενα εν είδη ποιήματος.
Και όσο πλησιάζεις την Ευτυχία Παναγιώτου από μακριά, έχοντας την ελπίδα να την συναντήσεις, και αρκετά ενδόμυχα έχοντας τον πόθο ν’αγγίξεις το εσώτατο ποιητικό της κύτταρο -και εννοώ την αναγνωστική εκείνη ιεροτελεστία του καθενός μας, που ξεκινάει από την επιλογή του  τίτλου ενός βιβλίου, την διαγώνια, τουτέστιν, φευγαλέα ανάγνωση των υποενοτήτων και εν τέλει την προσεκτική μελέτη των προτάσεων της σελίδας- τόσο περισσότερο  έχεις την έκπληξη και την αίσθηση πως η ποιήτρια βιώνει καλά τις λέξεις και μπορεί να τις μεταδώσει με την ίδια ένταση και δυναμική είτε αυτές είναι ποιήματα, είτε πλαγιότιτλοι, είτε σχόλια στο τέλος, είτε ακόμη και ο τίτλος της συλλογής.
Τίτλοι ποιημάτων περίεργοι, καθόλου συνηθισμένοι κυοφορούν τη γενεσιουργό αιτία μιας συλλογιστικής περιπέτειας στο μυαλό του αναγνώστη και αποτελούν από μόνες τους σύντομες φόρμες ποιημάτων. Αναφέρω: «χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο», «τιμώ το σώμα, έστω κι αν δεν ξέρουμε να το ζήσουμε», «η μικρή σχιζοφρενής μου, μέλισσα ανάμεσα σε δύο χρόνους», «οι λέξεις της είναι οστά», «τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή». Η Ευτυχία Παναγιώτου ξεδιπλώνει το ποιητικό της κορμί με την ίδια ευκολία μιας πεπειραμένης ακροβάτισσας τόσο σε μικρές όσο και σε μεγάλες ποιητικές φόρμες. Άλλοτε πέφτει. Αυτό της όμως το πέσιμο, μέρος της πείρας της είναι, στοιχείο της καλλιτεχνικής της μανούβρας.
Τα 22 ποιήματά της τα χαρακτηρίζει μια ροπή αφηγηματική, άκρως απαραίτητη για την πλαισίωση του κάθε φορά διαφορετικού σκηνικού μέσα στο οποίο η Μαύρη Μωραλίνα (η κάθε Μαύρη Μωραλίνα) αναμετράται με τις σκιές, τα όνειρα, τις αλήθειες ή τα ψέματά της. Η περσόννα της Παναγιώτου δανείζεται ίσως την πολυπρισματική υπόσταση της περσόννας της Ελένης Βακαλό, της κυρά ροδαλίνας, προκειμένου να «αποτυπωθεί» σε κάθε γυναικεία -ή ακόμη καλύτερα- σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η μάχη της νεαρής νέγρας που προσπαθεί, πασχίζει να αποκολλήσει από την σάρκα της τις ιστορικές και κοινωνικές  μάσκες με σκοπό να δει/αναγνωρίσει το πραγματικό της πρόσωπο,  δεν μπορεί παρά να αφορά στον κάθε άνθρωπο που ταλανίζεται εν μέσω προσωπείων και προσώπου. Γράφει σελ 27: «γλώσσες-μάσκες• μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο / σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο / ειν’ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια. / Την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο / είναι πάντα Κυριακή.»
Η Ευτυχία στην συλλογή της, καθρέπτης της σκέψης της προφανώς, ίσως, μάλλον, ακολουθεί πολλές διαδρομές. Αναδιπλώνει το προσωπικό σε συλλογικό, προεκτείνει το ατομικό σε πανανθρώπινο, εναλλάσσει το εγώ στο εσύ, γράφει: «ήταν πάντα ο φόβος / μια αναβολή ή μια απόφαση. / τα μάτια μου τα μάτια της, / σκάλωσαν στον κτηνώδη του φόβο. / σαν αφήσεις τον άνθρωπο, τ’ανθρώπινα σε κυνηγάν / εδώ / στοιχειά και λείψανα / διασκεδάζουν / το ποίημα, το ποίημα όταν / δεν έρχεται».
Με γλώσσα μοντέρνα, με μακρινούς απόηχους λυρικών καταβολών, με μορφολογικούς πειραματισμούς, με ανάκατους λεκτικούς και συντακτικούς σχεδιασμούς, με ιδιαίτερη προτίμηση στα μικρά γράμματα ακόμη και μετά την τελεία (προφανώς πρόκειται για αποδόμηση σημείων στίξεως), με σύγχρονες εικονικές περιγραφές, με μια πληθώρα ιστορικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (αυτόχειρες οι περισσότεροι) και με μια κατάφωρη αίσθηση της ποιητικής ευαισθησίας της, η Ευτυχία Παναγιώτου ξετυλίγει σε κάθε της ποίημα την κύρια θεματική οντότητα που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο της, στην χαρά της, στην κάθε υπαρξιακή της μάχη, στην αγάπη της.
Η αγάπη στην Ευτυχία Παναγιώτου δεν είναι μελοδραματική, είναι απλά δραματική με την ένταση και τον ρεαλισμό από την οποία κάθε αγάπη εμφορείται. Γράφει: «δεν μπόρεσε ποτέ της να μιλήσει. / με φιμωμένο, λες, στόμα / δεν γινόταν να πει / «τον αγάπησα, τον αγαπώ ακόμα, / αν μ’αφήσει να είμαι, θα τον αγαπώ στο διηνεκές» […] κύριε, πριν την κοιμίσουν, έπρεπε / να υπερασπιστεί την αγάπη της. / έστω και αν ήταν ωμή. / έστω και αν είναι βάναυσο / να στήνεσαι περήφανη παρακαλώντας / την καρδιά σου να σου δώσουν/ πίσω. / μια συναρπαστική σκυταλοδρομία / δακρύων».
Από την μια ο έρωτας να εμφανίζεται ως τοτεμισμός και από την άλλη η αγάπη με τα χρώματα της να τρίζουν στις σελίδες της ποιήτριας. Γράφει:«τούτο ήταν το πρόσωπο, / τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά. / τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός / χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ. / της αγάπης τα χρώματα τρίζουν». Μου ‘φερε στο μυαλό την πρωταρχική στροφή ενός ποιήματος της αγαπημένης Ann Sexton που έγινε κι η αφορμή να πρωτογνωρίσω την Ευτυχία Παναγιώτου. Γράφει η Sexton «Ποια είναι εκείνη / στην αγκαλιά σου; / είναι εκείνη στην οποία τα κόκαλά μου πήγα / κι έχτισα ένα σπίτι που ήταν μονάχα κλίνη / κι έχτισα μια ζωή που κράτησε μια ώρα/ κι έχτισα ένα κάστρο όπου κανείς δεν κατοικεί».
Οι τριγμοί του έρωτα και της αγάπης της Ευτυχίας Παναγιώτου κυλούνε στις φλέβες της ποιητικής της σάρκας ως  πρωτογενείς αιτίες σύστασης μιας κάποιας ουτοπίας. Στο ομότιτλο ποίημά της, σελ. 58 γράφει: «εξασκούμαστε στη σιωπή και ισορροπούμε στο κενό σαν δυο / συγκοινωνούντα δοχεία άμμου. / στο παιχνίδι αυτό, όποιος γελάσει πρώτος χάνει / επιμένεις να με κοιτάς και τα χείλια μου σκάνε νευρικά / στον ουρανό σαν μπαλόνι. / το να χάνεις είναι μια υπόθεση βλέμματος / γελώ δυο φορές. Είναι σαν χάνουμε κι οι δυο. / αν είναι να χανόμαστε, ας χανόμαστε μαζί».
Σε μια ποίηση εξομολογητικά αφοπλιστική δεν θα μπορούσε ο αναγνώστης παρά να βρει την θέση του στις έννοιες και στο αφηγηματικό κάδρο που του έχει φυλάξει η ποιήτριά μας. Έτσι δημιουργεί υποδόρια την πιο τρυφερή της σχέση με τον αναγνώστη, ακόμη και όταν οι λέξεις της υποβαστάζουν την σκληρότητα του θανάτου ή εν γένει της ίδιας της ζωής. Γράφει: «με στόμα σκύλα έσκουζα στην άδεια κλινική / σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή / είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους – φοβάμαι.» για να πει σε κάποιο άλλο της ποίημα το εξής εμβληματικό «μπορείς να ‘ρθεις τώρα, δήμιε, / με τα σαρκοφάγα σου δάκτυλα. / έλα και βρες το γεύμα γυμνό / ό,τι αντέχει / ανθίζει μουσική / είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή• γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»
Άλλο δεν θα πω για την Μαύρη Μωραλίνα, άλλο δεν θα πω για την Ευτυχία Παναγιώτου, άλλο δεν θα πω, θα κρατηθώ και δεν θα πω, τι να πεις εξάλλου για μια μουσική που είναι πάντα ατελής, που είναι πάντα ζωντανή! Άλλο δεν θα πω πάνω στις λέξεις της Ευτυχίας Παναγιώτου παρά το«είμαι μια μουσική, / ατελής και ζωντανή• γράφω / την ιστορία του γλύπτη. / να μην παγώσει μες στο χρόνο.»

Αναστασία Γκίτση, Βακχικόν, τχ. 17

*

Ο αινιγματικός τίτλος σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του εξωφύλλου προδιαθέτουν τον αναγνώστη και του κεντρίζουν το ενδιαφέρον για να διαπιστώσει τη μεταξύ τους σύνδεση και τη σχέση τους με το περιεχόμενο.

Η συλλογή χωρίζεται σε εφτά μέρη στην αρχή των οποίων προτάσσεται και από μία επιγραφή. Χάρη σ’ αυτές δίνεται ο τόνος κάθε ενότητας και κλείνει με ένα ποίημα χαριστικό στην Τζένη Μαστοράκη. Στην έκταση της συλλογής εμφανίζονται και μορφές που κοινό τους γνώρισμα έχουν την αυτοχειρία: η κυρία Μοντιλιάνι, η φωτογράφος FrancescaWoodman, ο ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο. Ο σφετερισμός του φύλου του Ρόθκο (στο ποίημα «η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε») φέρνει αβίαστα στον νου τίτλο ποιήματος («η Δον Ζουάν») από μια συλλογή της Ελένης Βακαλό (Οι Παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, 1984) στην οποία τις οφειλές της δεν κρύβει η Παναγιώτου: του πρώτου μέρους της Μαύρης Μωραλίνας προτάσσει στίχους από τη συλλογή της Βακαλό και η περσόνα της Μαύρης Μωραλίνας φαίνεται να χρωστά πολλά στην Κυρά Ροδαλίνα της Βακαλό.

Η Μαύρη Μωραλίνα υφίσταται τροπές στην ψυχική της διάθεση ανασκαλεύοντας τις μνήμες της. Ωστόσο μας διαβεβαιώνει ότι «νεκρόφιλος κανείς δεν είναι» (η επιγραφή του έβδομου μέρους), οι μνήμες είναι ζωντανές όποτε τις ανακαλούμε. Ιδίως όταν εμπνέεται κανείς από αυτές, οι μνήμες ζωντανεύουν για να τυπωθούν στο χαρτί και ξαναζωντανεύουν κατά την πράξη της ανάγνωσης. Η μονομέρεια του έρωτα, η μονήρεια της γραφής, που είναι όμως μια καταφυγή, η ανεπάρκεια της γλώσσας και η οδύνη της αλήθειας διαπερνούν όλη τη συλλογή.

Πρόκειται για μια συλλογή εμπεριστατωμένη λόγω των παραπομπών στο τέλος του βιβλίου, με αρκετά διακείμενα που καλό είναι να έχει ο αναγνώστης υπόψη και προϋποθέτει ένα φιλολογικό ανασκούμπωμα από μέρους του. Μια καλή αφορμή για τους φιλομαθείς. Στα χαρακτηριστικά της ανήκει η εσκεμμένη χαλάρωση της λογικής σύνταξης: η γλώσσα σε κάποια σημεία χαλαρώνει και η σύνταξη από λογική γίνεται συνειρμική. Με το λεκτικό της συλλογής αποδίδονται αδρά χρώματα και σχήματα που χρησιμοποιούνται τακτικά από την ποιήτρια. Το ύφος και το περιεχόμενο του έργου της μπορεί να γίνουν αναγνωρίσιμα, όταν αυξηθεί η ποιητική παραγωγή της Παναγιώτου.

Διονύσης Ζαρώτης, Ένεκεν, τχ. 22, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, σ. 246-247

*

 «Αρκετά μίλησα/ …/ ό,τι μπορούσα/ το είπα./

Κι ό,τι είπα/ ό,τι ψιθύρισα/ δεν ήταν παρά/

ο φλοίσβος/ ή η βροχή/ αλλά ο φλοίσβος/

ή η βροχή/ καθώς χτυπούσαν πάνω μου»

Γιάννης Βαρβέρης, Ο κύριος Φογκ

Στο παρόν βιβλίο της Ευτυχίας Παναγιώτου αναγνωρίζεται μια ενδιαφέρουσα αποτύπωση του τρόπου, με τον οποίον η αντικειμενική πραγματικότητα προσεγγίζει τον εσωτερικό άνθρωπο και διηθείται μέσα από τους διαύλους της υποκειμενικής πρόσληψης. Περιεχόμενο της αντικειμενικής πραγματικότητας αποτελεί ο συνδυασμός του βιωματικού και του γνωστικού υλικού. Η πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας υπ’ αυτή την έννοια οδηγεί στη σύνθεση ποικίλων εσωτερικών τοπίων που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του υποκειμενικού και εντέλει του κειμενικού κόσμου. Ιδιαίτερος παράγων που προσδιορίζει την οργάνωση του (υπο-)κειμενικού κόσμου, είναι η υποκειμενική ανάγνωση της τέχνης, της δημιουργίας εν γένει.

Αυτός ο κόσμος συνδέει την καθημερινή ζωή σε όλες τις λεπτομέρειές της, τη μνήμη σε όλα τα επίπεδά της, και την υποκειμενική διάσταση του χρόνου όπου οι προσωπικές απώλειες λειτουργούν ως βασική μονάδα μέτρησης της ροής του. Με αυτά τα δεδομένα ο (υπο-)κειμενικός κόσμος φαίνεται να θεραπεύει τις παραλείψεις και τα κενά της αντικειμενικής πραγματικότητας, και παράλληλα να απομακρύνεται από αυτή αναπτύσσοντας τις δικές του αρχές και αξίες.

Με αυτή την προϋπόθεση, στο βιβλίο φαίνεται να δηλώνεται ο βαθμός της πρόσκρουσης της αντικειμενικής πραγματικότητας στον κειμενικό κόσμο και ταυτόχρονα της φυγής του κόσμου αυτού από τα αντικειμενικά, εξωτερικά πράγματα. Κεντρικός άξονας σ’ αυτή τη διαδικασία είναι ο εσωτερικός άνθρωπος που φαίνεται προσανατολισμένος στο περιεχόμενο της υποκειμενικής πραγματικότητας αδιαφορώντας για την επικοινωνία του με τον εξωτερικό ή αντικειμενικό περίγυρο, τον οποίον χρησιμοποιεί απλώς ως βάση δεδομένων για τη σύνθεση των εσωτερικών ή υποκειμενικών τοπίων.

Αυτή η λογική φαίνεται να διέπει και τη διαμόρφωση του γλωσσικού εργαλείου για τη διατύπωση και τη διεκπεραίωση των σημαινομένων του βιβλίου, όπως αυτά έχουν τακτοποιηθεί σε είκοσι ένα ποικίλης μορφής και διάρκειας ποιήματα οργανωμένα με ελεύθερο στίχο σε οκτώ ποικίλης έκτασης ενότητες, με τους ιδιαίτερους αυτών (ενοτήτων και ποιημάτων) τίτλους. Πρόκειται για λόγο καθημερινό, βιωματικό, παραστατικό, συχνά αφοριστικό, που χαρακτηρίζεται από αφηγηματικότητα, παρηχήσεις, δυναμική εμπλοκή της μεταφοράς, σύνθετες γραμματικές εικόνες και ποικίλα διακείμενα. Κυρίως πρόκειται για λόγο που φαίνεται να βασίζεται σε υποκειμενικές συνδηλώσεις και ως εκ τούτου να θέτει υπό αίρεση την επικοινωνία των αποδεκτών του βιβλίου με τις εσωτερικές δομές του κειμενικού κόσμου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζονται δοκιμές για τη χρήση της γλώσσας, όπως αποτυπώνονται με τις παρηχήσεις ως ρυθμικό αλλά και σημασιολογικό στοιχείο, με τη διάσπαση λέξεων ως υποκειμενική πρόσληψη εννοιών και ανα-/διάταξη σημασιολογικού υλικού, ή με τα συχνά ασύνδετα λεκτικά σχήματα που αποδίδουν μια μορφή παραληρήματος. Είναι σαφές ότι η διαχείριση του υποκειμενικού (βιωματικού και γνωστικού) υλικού αποβλέπει στην οργάνωση ενός προσωπικού (στα όρια του κλειστού) κειμενικού κόσμου, που έχει στη διάθεσή του ένα προσωπικό όχημα διεκπεραίωσης του μηνύματος, όπου πάντως αναγνωρίζεται η ευρηματικότητα και η συνδυαστική ικανότητα του συγγραφέα.

Δεδομένου ότι πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της Ε. Παναγιώτου, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τη συνέχεια, αν δηλαδή πρόκειται για συνεπή ανάπτυξη δημιουργικής γραφής, και όχι για μεμονωμένα προϊόντα ευρηματικής λογοτεχνικής παραγωγής.

Άλκηστις Σουλογιάννη, Τα Ποιητικά, τεύχος 6, Ιούνιος 2012, σ. 18

*

                 

Η κύπρια στην καταγωγή αλλά ήδη μέρος του ποιητικού πανελληνίου Ευτυχία Παναγιώτου (γ. 1980), ως τη στιγμή αυτή δημοσίευσε δύο βιβλία ποίησης. Όμως το καθόλου στίγμα της στα λογοτεχνικά είναι ακόμα πιο ευκρινές, λόγω και των άλλων, συναφών με την προσωπική της δημιουργία ασχολιών, όπως η σπουδή προγενέστερων ποιητριών, της ομάδας του ’70, και η συνάφεια με εμβληματικές φωνές της σύγχρονης αγγλόφωνης γυναικείας ποίησης, στην οποία η Παναγιώτου θήτευσε όχι εξ επαγγέλματος αλλά από επιλογή, επιλογή που σε ορισμένες στιγμές φθάνει ως την εκλεκτική συγγένεια. Αναφέρομαι σε ποιήτριες όπως η μεταφρασμένη από αυτήν Ανν Σέξτον, η Σάρα Καίην και η «αρχετυπική», ως προς την περιγραφή της γυναικείας ταυτότητας, Σύλβια Πλαθ. Στο πρώτο της βιβλίο, Μέγας Κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) που δημιούργησε αμέσως αίσθηση, η ποιήτρια παρουσιάζει πρώιμα αρκετά από τα ιδιάζοντα στοιχεία της θεματικής και της γλώσσας της που θα επανέλθουν και στα χρονικώς επόμενα ποιήματά της. Μια γυναίκα που σαρκάζει και σαρκάζεται, δημιουργώντας με μια επαλληλία συνειρμών και συμβολικών εικόνων την περιγραφή ενός ερωτικού πένθους που εγκυμονεί την ανύψωση. Σαν ένας κύκλος φυσικών φαινομένων, του θανάτου και της αναγέννησης. Θάνατος της ρομαντικής αποθέωσης της ομορφιάς και γέννηση της ώριμης γυναικείας αυτογνωσίας. Αυτό το δίπολο τοκετού και πόνου-απελευθέρωσης και δημιουργίας του νέου, είναι συνεχές, όχι μόνο σ’ αυτά τα πρώτα ποιήματα αλλά και στα κατοπινά, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως. Αλλά το πένθος στον Μέγα Κηπουρόδεν μένει στο πεδίο της γυναικείας οντολογίας και μόνο. Με υψηλούς πάντοτε τόνους έντασης και συναισθηματικής οξύτητας, αποδελτιώνει τις άμεσες και έμμεσες μορφές βίας που ασκεί πάνω στη γυναίκα (ως άνθρωπο) η σύγχρονη ζωή: οι κοινωνικές περιστολές, οι διαμεσολαβημένες ανθρώπινες σχέσεις. Αν και οι σχέσεις αυτές περιγράφονται ακαριαία, με μικρές, τεμαχισμένες εικόνες ερειπίων της κάθε μέρας, με ολιγοσύλλαβες ή μονολεκτικές φράσεις-στίχους («τα ‘έτσι είναι η ζωή’, τα ‘τι να κάνουμε;’/τα υγρά χαρτομάνδηλα α, τα σκισμένα γράμματα/ τις φωτογραφίες τις ζεστές και κινούμενες / μνήμες, μνήμα / το αξημέρωτο αύριο») ο σφυγμός της υπόκωφης οργής και του εξημμένου ανεκπλήρωτου και ανεπίστρεπτου πάθους αποδίδει καίρια το συναίσθημα αδιεξόδου. Η κόλαση του ερωτικού άλλου, η μοναξιά και η διάλυση, γίνονται με αυτό τον τρόπο για τη γυναίκα της Παναγιώτου ένα είδος ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής μαθητείας όπως επίσης υπαρξιακής αυτονόησης. Με παραπλήσιο τρόπο με εκείνον άλλων προηγούμενων εποχών, λόγου χάριν του ’70 και του ’80, καθώς η θεματική και η γλώσσα αυτής της έμφυλης ποίησης μπορεί να γειτνιάζουν με τη θεματική και τη γλώσσα ποιητριών όπως η Ελένη Βακαλό και η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, αλλά νομίζω ότι προσομοιάζουν περισσότερο σε περιπτώσεις σαν της Νατάσας Χατζηδάκι, της Τζένης Μαστοράκη ή της Δήμητρας Χριστοδούλου.

Η άμεση συνάφεια και αλληλουχία συναισθήματος, σώματος και γραφής, εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα στο επόμενο βιβλίο της Παναγιώτου, στη Μαύρη Μωραλίνα (εκδόσεις Κέδρος, 2010), με τη διαφορά ότι αυτή η δεύτερη ποιητική της συλλογή είναι οργανωμένη εν είδει συνθέσεως. Η ποιήτρια δημιούργησε εδώ μια διάμεση αλλά πολυμορφική περσόνα, ενσωματώνοντας στα χαρακτηριστικά της μια ευρεία ποικιλία στοιχείων από πρόσωπα που δεν κατονομάζονται αλλά σχηματίζουν για την Παναγιώτου ένα είδος απόκρυφου μυθικού σύμπαντος. Η Μωραλίνα είναι κατά κάποιο τρόπο ένα σύμβολο, ένα σώμα που διασταυρώνονται πάνω του επιθυμίες, ευχές, επιθετικότητες, πόθοι, δράματα. Βγαίνει από μια κατάσταση αιχμαλωσίας και απομόνωσης, ως φύλο και ατομικότητα, και την παρατηρούμε να ψηλαφεί διαρκώς, δοκιμάζοντάς τα, τα όρια της ελευθερίας της. Αυτή η εμπειρία της δοκιμασίας, της πίεσης που της ασκείται φαίνεται εδώ σπουδαία, ένα αναγκαίο βήμα της μαθητείας στη ζωή, παρά το ότι ο πόθος για το απεριόριστο είναι μια δύναμη ορμέμφυτη: «ό,τι αντέχει/ ανθίζει μουσική», δηλαδή εκείνο που ανθίσταται έχει περισσότερες πιθανότητες διάρκειας. Σχηματικά, η Μωραλίνα είναι μια νέγρα αφρικανή, αλλά αν κοιταχθεί στο κάτοπτρό της εμφανίζονται αμέσως και άλλες μορφές, όπως η κατακρεουργημένη από τον έρωτα ποιήτρια Ανν Σέξτον που αναζητά μάταια την ευτυχία σ’ ένα περιβάλλον απολύτως αβέβαιο, ή ακόμα το καταγωγικό ίχνος μιας αινιγματικής γυναίκας, μιας προφήτισσας, ένθεης άλλης Μοραλίνας που αναγνωρίζει τον εαυτό της σε «αυτό που έσερνε τ’ άλογο στην Ισπανία/ ποδοβολημένη με θέλει/ ώσπου χλιμίντρισε ‘όχι’/ στον τυφλωμένο τον ταύρο».

Εν ολίγοις είναι ένα πρόσωπο οριακό, με την έννοια ότι είναι και δεν είναι υπαρκτό, ανήκει στην εποχή του αλλά και σε όλες τις εποχές, είναι φτιαγμένο από αναρίθμητες οντότητες, ή, όπως λέει η ίδια, αν και οι άλλοι «εστιάζουν σε ό,τι λέγεται/ -κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό μπλα μπλα/ και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες// εγώ όμως ζω-χορεύω στο χάος/ με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμαι εγώ». Όπως στον Μέγα Κηπουρό, που κι εκεί μπορεί να βρει κανείς στοιχεία μιας μεταφυσικής αλληγορίας, η Μαύρη Μωραλίνα αναπτύσσεται ουσιαστικά σαν ένα μεγάλο ποίημα, σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ασχέτως του αν η ομιλία της νεαρής νέγρας είναι ηχείο πολλών φωνών. Σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο της Παναγιώτου ο δραματικός λόγος γίνεται ας πούμε πιο ιερουργικός, πιο αποφθεγματικός, πιο σιβυλλικός αλλά και πιο ζυγισμένος στα ουσιώδη του, λες και έχει κερδίσει στο μεταξύ μια εσωτερική γνώση: «με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών/ νεκρόφιλος κανείς δεν είναι», ή «ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά/ τρυπιέται από το μυαλό». Και την ίδια στιγμή, αν δούμε το ποίημα ως σύνθεμα, ως ροή που πραγματοποιείται με διάφορες, συναφείς μεταξύ τους τεχνικές, είναι ένα απολύτως δραματουργικά χτισμένο κείμενο, με μονολόγους, με ένθετες αναγωγές στο παρελθόν, με διακείμενα από την ιστορία, με σαφείς αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, με περιγραφές που γίνονται από διάφορα εστιακά σημεία, έτσι ώστε να γίνεται άμεσα ορατή στον αναγνώστη η πολυφωνική και η διαθεματική του ενορχήστρωση. Αλλά η βασική για μένα διαφορά ανάμεσα στον Μέγα Κηπουρό και στη Μαύρη Μωραλίναβρίσκεται στο κρίσιμο σημείο της ηθικής στάσης. Αναφέραμε ήδη προηγουμένως ότι η νεαρή νέγρα, η περσόνα της Παναγιώτου, δείχνει να μετράει τις δυνάμεις της, να ψηλαφεί τα όριά της, πραγματικά και μεταφορικά. Με την ίδια έννοια, μεγεθυμένη η σύνθεση αυτή δεν αρκείται στον εξομολογητικό και απολογητικό λόγο του Μέγα Κηπουρού, το κομβικό σημείο της είναι η στροφή της γυναίκας, και κατά προέκταση του ανθρώπου, από την ομηρία στην απελευθέρωση, από την ελεγειακή αναδίπλωση στην έξοδο, από τη μοναχικότητα στην γνώση του άλλου.

Αλέξης Ζήρας, Αυγή 14/10/2012

*

Αυτοαναφορικότητα και Μετα-αφήγηση.

Η Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου (Κέδρος, 2010)Μυθοπλαστική κατάθεση της βιογραφίας μιας φανταστικής αφηγηματικής persona; Ή μετα-αφηγηματικό κείμενο για το sine qua non, τα σκαμπανεβάσματα και τα τερτίπια της γραφής; Η Μαύρη Μωραλίνα, η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Παναγιώτου, εκδιπλώνεται ως μακροσκοπική σύνθεση πάνω σε έναν διττό αφηγηματικό ιστό: παράλληλα με τη φανταστική βιογραφία της νεαρής νέγρας Μωραλίνας, ξετυλίγεται και ακολουθείται αυτοαναφορικά ένας άλλος, μετα-αφηγηματκός μίτος, αυτός της ποιητικής περιπέτειας, της περιπέτειας της γραφής.Με τον σχεδόν προγραμματικό του τίτλο, το πρώτο εκτενές ποίημα της συλλογής («Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο») συναρθρώνει και τη θεμελιώδη γεωμετρική διάταξη, στην οποία ποιήματα και ποιητικές περσόνες θα επιστρέφουν πιστά σε όλη τη διαδρομή αυτού του βιβλίου: «ένα τρίγωνο. Στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου, στη δεξιά το μολύβι». Εγκάθειρκτη στην ιαματική γεωμετρία της ποιητικής πράξης η Παναγιώτου αλλά ενίοτε αμφιθυμική. Στη σελίδα 55, τα νάματα της γραφής πασχίζουν ατελέσφορα, αυτοφαλκιδεύονται και εν τέλει αυτοκαταργούνται. Το «τρίγωνο» γίνεται «πηγάδι», το «μολύβι» πιέζει τη σελίδα, σκίζει, πνίγεται μέσα του.Εντούτοις, και παρά τις όποιες αμφιθυμικές μεταπτώσεις, γλώσσα, ποίηση και πράξη της γραφής αναδεικνύονται θεμελιώδη συστατικά της ύπαρξης και για την ίδια την ποιήτρια και για τις ομιλούσες φωνές που κατασκευάζει. Ύπαρξη και σωματικότητα μερικοποιούνται. Το «χέρι» ―κατά την αναγέννηση συμβολική και μετωνυμική εξεικόνιση του καλλιτέχνη ως δημιουργικής συνείδησης― επανέρχεται εμμονικά, οιονεί επαρκές μέρος αντί του όλου. Και το χέρι που πράττει είναι το χέρι που γράφει. Το χέρι που γράφει είναι το χέρι που πράττει.Οι έννοιες δεν ενδιαφέρουν ως έννοιες καθεαυτές αλλά υποστασιοποιημένες σε μια ορισμένη γλωσσική παρασημαντική ως λέξεις. Η αγάπη είναι ρήμα και παρατίθεται μεταγλωσσικά εντός εισαγωγικών: «χάραξα σ’ ένα φύλλο “αγαπώ”». Η γλώσσα πρωτοστατεί, μέσα στην πολυσημία της, άλλοτε ως η αναπόδραστη βάσανος της ποιητικής πράξης («θα μπορούσα/αν η γλώσσα δεν ήταν το διάστιχο») άλλοτε ως το ίδιο το ανατομικό όργανο που την παράγει («μπήκα μες στη γραφομηχανή/χτυπώντας τα πλήκτρα από κάτω με τη γλώσσα»).

Ποιήματα που εγκιβωτίζουν αφηγήσεις για άλλα ποιήματα, ποιήματα που διεκδικούν τη μεταφυσική αυθυπαρξία τους, πέρα και έξω από τον προθετικό ή δημιουργικό έλεγχο της ποιήτριας, όταν εκείνη τους εκχωρεί πλήρη κυριαρχία, όταν στέκεται ένα βήμα πίσω, αμέτοχη παρατηρητής τεκταινομένων που σαν να μην εξελίσσονται σε ένα λογοτεχνικό πόνημα, του οποίου τα νήματα κινεί η ίδια: «σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις/με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα». Πρόκειται για μια μεταφυσική διένεξη που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν λαμβάνει χώρα ερήμην της ποιήτριας. Άλλωστε, «ό,τι [συμβαίνει] είναι λέξεις».

Στη Μαύρη Μωραλίνα ήρωες και αφηγηματικές φωνές συλλαμβάνουν και βιώνουν την πραγματικότητά τους φιλτραρισμένη πάντοτε μέσα απ’ την πράξη της γραφής. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μετα-αφηγηματική (ή μήπως θα ’πρεπε να πω μετα-ποιητική;) σύνθεση, στην οποία η Ποίηση διεκδικεί τα μεταφυσικά πρωτεία, αξιώνει το status quo ―αυτοδύναμης και αυτοκινούμενης― Πραγματικότητας.

Πατρίτσια Κολαΐτη, Εμβόλιμον, τ.χ. 69-70, Φθινόπωρο 2013 – Χειμώνας 2014

 *

Ο Κώστας Βούλγαρης, στο κείμενό του «Ποίηση υπάρχει, όσο υπάρχουν ισχυρές ποιητικές συνθέσεις» (Αυγή, 29.6.2014), κριτική στην ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου Δύσκολο (εκδ. Νεφέλη, 2014), χαρακτηρίζει, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά βιβλία ποίησης, και τη Μαύρη Μωραλίνα ως «ποιητική επίτευξη των τελευταίων δεκαετιών»:

«[…] Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου ανασυντάσσει το ποιητικό τοπίο, γιατί προϋποθέτει όσα σημαντικά έχουν συμβεί στις μέρες μας, π.χ. τις ποιητικές συνθέσεις Επεισόδιο του Γιώργου Μπλάνα, Ο κύριος Φογκ, του Γιάννη Βαρβέρη, Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, του Ηλία Λάγιου, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας, της Μαρίας Κούρση, Mec(c)ano της Ρούλας Αλαβέρα, Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου, και μερικές ακόμη ποιητικές επιτεύξεις των τελευταίων δεκαετιών, δημιουργώντας μια εξαιρετική, και απολύτως ιδιότυπη συνέχεια και κορύφωση, ένα σημείο αναφοράς τής σύγχρονης ποίησής μας […]»

 *

Εμφάνιση της «Μαύρης Μωραλίνας», ως ηρωίδας σε αλυσιδωτή αφήγηση σε forum, που τιτλοφορείται: «Στιχωνόπερα. Μεξικάνικη Αισθηματική Καθημερινή Σειρά»

Εδώ: http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Ytalk&act=details&id=812&va=1

Τ

   arpistre, 02-10-2012 @ 01:31
..»ουγκ»
το είπαν ταυτόχρονα και ταυτόφωνα
μετά κοιτάχτηκαν και έξυσαν τα κεφάλια τους
ο μονόκερως ανέλαβε βαριεστημένα τις επεξηγήσεις
«μάλιστα υπέρλαμπροι αναβάτες μου, αυτοί απέναντι είναι αντίφα πάνω σε δίκυκλα. Θα σας τσακίσουν και μετά θα έρθουν οι αηΔΙΕΣ και οι ΦΑΓΕ να σας φυλάξουν. Ή μήπως θέλετε να κάνω όπισθεν τώρα;;»
Ο μονόκερως είχε τα δικά του βάσανα. Μετά από κάθε «εξόρμηση» έπρεπε να ψάχνει το μοναδικό του κέρατο στα οπίσθια των αφεντικών του. Και δεν του δικαιολογούσαν λεφτά για αντισηπτικά..
«Τέρμα, ως εδώ..» σκέφτηκε «Παραιτούμαι.. θα πάψω να είμαι ένας άσπρος μονόκερως… Θ’ αλλάξω και το χρώμα μου.. Από δω και πέρα θα με φωνάζετε Μαύρη Μωραλίνα..»
Ωστόσο η Μαύρη Μωραλίνα βρισκόταν μπρούμυτα στο κράσπεδο..
   AceOfSpades, 04-10-2012 @ 15:44
Στο κράσπεδο βρήκε ένα CD. Σηκώθηκε η Μαύρη, και άρχισε να διαβάζει το ταμπελάκι.. «Christine Lagarde – Un grand cri d’ amour – XXX»…Mmmm ξερογλύφτηκε η Μαύρη..Ξαφνικά ένα Βαγγέλη Βενιζέλο πέρασε.. Η Μαύρη του φώναξε με το CD στο χέρι:
– Που ‘σαι ρε Βαγγέλη ?
– Που ‘σαι ρε αφάνα, της αποκρίθηκε ανόρεχτα.. Τί είναι αυτό που κρατάς ?

3 thoughts on “ΒΙΒΛΙΑ / ΜΑΥΡΗ ΜΩΡΑΛΙΝΑ”

  1. Συγχαρητήρια για το 3ο Βραβείο Ποίησης 2010, καλύτερου βιβλίου νέου ποιητή.

  2. Ποιητικές διακειμενικότητες, Διονύσης Ζαρώτης στο «Ενεκεν» τχ 22