ntropi

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Ντροπή, μετάφραση από τα ισπανικά Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008 

Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο με το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα Ντροπή, εστιάζει τον λογοτεχνικό του φακό σε μια σύγχρονη οικογένεια του Περού και φωτογραφίζει, δίχως να παίρνει θέση, την αντίθεση ανάμεσα στη φαινομενικά φυσιολογική σχέση των μελών της και την «αντικανονική» ένταση που χαρακτηρίζει τον μικρόκοσμο του καθενός ξεχωριστά. Ο αναγνώστης διαβάζει την ιστορία μιας ευκατάστατης μάλλον οικογένειας μετά το θάνατο της γιαγιάς και ταυτοχρόνως την προσωπική ιστορία του κάθε μέλους σε είδος παράλληλης δράσης. Αυτή περιλαμβάνει τις κρυφές σκέψεις των ηρώων όπως αυτές αναδιπλώνονται με τις πράξεις τους∙ τα πράγματα ξεκινάνε κάπως αθώα, ωστόσο φαίνονται να χρήζουν πιο σοβαρής αντιμετώπισης, εφόσον υπάρχουν και συνέπειες να το μαρτυρούν.

Αν ταινίες όπως το «Σπιρτόκουτο», του δικού μας Γιάννη Οικονομίδη, δίνουν έμφαση στη βιαιότητα των συγκρούσεων, όπως πηγάζουν από τις καταπιεσμένες ανάγκες μελών μιας μικροαστικής οικογένειας, οι οποίοι συμβιώνουν μάλλον αναγκαστικά, στην Ντροπή συναντάμε ακριβώς το αντίθετο: την αποφυγή των συγκρούσεων και τη μεταβίβαση του κενού της επικοινωνίας σε άλλους τομείς: τη φαντασίωση, τη νεκροφιλία, την εμμονή με τη νοσταλγία, τη σεξουαλική ορμή και την εκδίκηση.  

Η οικογένεια αποτελείται από τους γονείς Αλφρέδο και Λούσι, τα παιδιά Σέρχιο και Μαριάνα, τον παππού Παπάπα και τον ανώνυμο γάτο. Ο Αλφρέδο μαθαίνει πως έχει περιθώριο ζωής έξι μήνες. Με σαλεμένο το νου το ρίχνει στο ουίσκι και στο τσιγάρο. Κατά την προσπάθειά του να εξομολογηθεί σε κάποιον την κατάστασή του επιλέγει κάποιον οικείο ξένο, τη γραμματέα του Γκλόρια, μα το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι να πλαγιάσει μαζί της. Η σύζυγός του Λούσι λαμβάνει ραβασάκια σεξουαλικού περιεχομένου από κάποιον άγνωστο, τον οποίο προσπαθεί να εντοπίσει σε διάφορα μέρη εκστασιασμένη από ένα τέτοιο ερωτικό παιχνίδι που τη θέλει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και την οδηγεί στο να φροντίζει επιμελώς την εμφάνισή της.

Ο Σέρχιο, μετά το θάνατο της γιαγιάς του βλέπει παντού φαντάσματα (που δεν είναι ακριβώς), θέλγεται από το βασανισμό ερπετών και με την αδερφή τής Κάτι -φίλης της αδερφής του Μαριάνα- Χασμίν, ανακαλύπτουν ένα σπίτι όπου κείται το σάπιο σώμα ενός άγνωστου πεθαμένου. Η Μαριάνα, με προβλήματα σχετικά με την αυτοεικόνα της, ερωτεύεται την πανέμορφη Κάτι, την κολλητή της φίλη, μα σαν χάνει το αντικείμενο του πόθου της για την καρδιά ενός μέτριου αγοριού, φέρνει τα πάνω κάτω στο σχολείο, με αποτέλεσμα οι φήμες να δυσχεράνουν τη θέση της και να μοιάζει με αποδιοπομπαίο τράγο.

Ο Παπάπα, παρά τα βαθιά γεράματά του και το πένθος, γυρνάει το ρολόι πίσω, σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα για τη γηραιά Ντόρις, την οποία ποθεί τόσο ώστε να θέλει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στο γηροκομείο όπου εκείνη βρίσκεται. Ο ανώνυμος γάτος, η πιο ενδιαφέρουσα περσόνα του μυθιστορήματος, καταφέρνει να αποφύγει τον ευνουχισμό του κατά την επίσκεψή του στον κτηνίατρο και δραπετεύει από το σπίτι για να συνευρεθεί με μια γάτα, εξαιτίας της οποίας τραυματίζεται σε μια άνιση μονομαχία, εφόσον ως κατοικίδιο έχει τα νύχια του κομμένα.

Οι ιστορίες αυτές συνδέονται μεταξύ τους, όχι μόνο γιατί οι ήρωές τους συνδέονται με δεσμούς αίματος, αλλά γιατί πρώτον οι πράξεις του καθενός επιδρούν στη ζωή των υπολοίπων με απαρχή την παρεξήγηση -υπάρχει τεταμένη αντίθεση ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών, και κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για τον άλλον- αλλά και δεύτερον γιατί οι ενέργειες όλων των προσώπων, ενώ έχουν τις αξιώσεις «θησαυρίσματος» όχι μόνο αστοχούν μα και παραμορφώνουν σχεδόν σουρεαλιστικά την πραγματικότητα. Άνθρακας ο θησαυρός: η ψόφια συνουσία του Αλφρέδο με την Γκλόρια, ο τραγικός αυτοερωτισμός της Λούσι, η καταστροφική στάση της Μαριάνα, ο γερασμένος ανδρισμός του Παπάπα, ο τραυματισμένος αντιήρωας γάτος που στο τέλος βαφτίζεται ειρωνικά Ρόκι. Το πιο συνταρακτικό είναι πως ο Αλφρέδο ακόμη και στο κρεσέντο της οικογενειακής κρίσης δεν τολμά να αποκαλύψει στη σύζυγό του πως πρόκειται να πεθάνει.

Άνθρωποι με ψυχικό σθένος θεωρητικά, μα με ελλιπές θάρρος στην πράξη. Καταπώς φαίνεται, οι ήρωες, από φόβο ή ταμπού βάζουν τρικλοποδιές στον ίδιο τους τον εαυτό.

Ο συγγραφέας, κρατώντας μια απόσταση από τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του τους αντιμετωπίζει με ειρωνεία αλλά και με τρυφερότητα – είναι δύσκολο να πει κανείς αν φτάνουν σε κάποιο επίπεδο αυτογνωσίας. Με το εξαιρετικό, αμφίσημο κλείσιμο του μυθιστορήματος, με κοντινό πλάνο στον Ρόκι, οι αναγνώστες καλούνται να προβούν στα δικά τους συμπεράσματα, ακριβώς όπως συμβαίνει στις ταινίες. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως η Ντροπή μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη.

Στην πορεία του μυθιστορήματος οι εντυπώσεις διασκεδάζονται και την αποσπασματική γνώση για το τι ακριβώς συμβαίνει στους ήρωες έρχεται να αναπληρώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, που κυμαίνεται στον αντίκτυπό της από την κωμωδία στο δράμα, με κύριο χαρακτηριστικό την αμφισημία ως προς τις προθέσεις του συγγραφέα. Πάντως ο τρόπος ζωής μιας και μόνο οικογένειας φαίνεται να εγείρει πολλά ερωτήματα ως προς τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η μετάβαση από το εξατομικευμένο στο συλλογικό, παρότι δεν αποτελεί κατανάγκην συστατικό ενός καλού βιβλίου, εδώ επιτυγχάνεται πλήρως, και μοιάζει, μεταφορικά, με φούγκα. Ένα είδος φυγής.

Άραγε μπορεί να αποδράσει κανείς από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας; Μπορεί να διεκδικήσει την προσωπική του ταυτότητα μέσα από τη συνύπαρξη; Γνωρίζουμε τα παιδιά μας, τους συζύγους μας, τους συγγενείς μας;      

Στην Ντροπή θίγονται ζητήματα όπως η ανατροφή των παιδιών (πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά;), το τέλμα των αγαπητικών και σεξουαλικών σχέσεων στο γάμο, οι εξωσυζυγικές σχέσεις, η τρυφερότητα ανάμεσα σε σχέσεις δοτές, η καταπίεση των ερωτικών επιθυμιών. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Ωστόσο ιδωμένα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που έχει όλα τα εφόδια της απενοχοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών και που διατυμπανίζει την ελευθερία της έκφρασης και της επιλογής τίθεται το εύλογο ερώτημα του αν οι κοινωνίες στο σύνολό τους παραμένουν, παρά το σύγχρονό τους πρόσωπο, στη βάση τους εγκλωβισμένες σε ένα αδιευκρίνιστα συντηρητικό συλλογικό υποσυνείδητο.

Ο τίτλος «Ντροπή» που επέλεξε ο νεαρότατος Ρονκαλιόλο για το βιβλίο του ξενίζει κάπως, μα παράλληλα λειτουργεί ως διευκρίνιση πως δεν πρόκειται ούτε για παρωδία, ούτε για κωμωδία, αλλά για ένα ανθρώπινο δράμα, γιατί μόνο ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να το ατενίσει ως τέτοιο ενόψει της άγνοιας των ίδιων των ηρώων.

Ο λόγος ίσως που ένα τέτοιο βιβλίο έχει απήχηση στο ευρύ κοινό είναι γιατί επηρεάζει τον αναγνώστη υπόκωφα, με σεβασμό προς τη δική του εντροπία.