Ετικέτες

,

adilos-anapnoi

Νατάσα Χατζιδάκι, Άδηλος αναπνοή (Ποιήματα 1971-1990), εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2008, 205 σελ.

Άδηλος αναπνοή, που σημαίνει αναπνοή από τους πόρους του δέρματος, είναι ο τίτλος που επιλέγηκε για τη συγκεντρωτική έκδοση των τεσσάρων πρώτων συλλογών της Νατάσας Χατζιδάκι «Στις εξορίες των πόλεων» (1971), «Ακρυλικά» (1976), «Δυσαρέσκεια» (1984), «Άλλοι» (1990), οι οποίες οικοδομούν ένα σύμπαν που αναπνέει με τον δικό του τρόπο, λειτουργεί με εξολοκλήρου δικούς του όρους και επιβάλλει μια νέα πραγματικότητα. Το ύφος κυμαίνεται από την άλλοτε λυρική κι άλλοτε σαρκαστική αντίσταση, η οποία εκφράζεται με διαύγεια στις δύο πρώτες συλλογές, απέναντι στον παράδοξο Θεό, στην ανελευθερία που επιτάσσει κάθε λογής πολιτική εξουσία, στην άσπλαχνη εκβιομηχάνιση και εκποίηση των πάντων, στα επιφανειακά ανθρώπινα φερσίματα: «Γέλα μαζί τους / όχι πολύ δυνατά / θα τους προξενήσεις αναστολές / Γέλα μαζί τους / τόσο όσο να ‘χουν τη σιγουριά / πως γελάς / τόσο / όσο να μην μπορούν / να επισυνάψουν προθέσεις / στο γέλιο σου / και τότε / θ’ ανακαλύψεις / πόσο ωφέλιμο είναι / να γελάς / και να νιώθεις / το γέλιο σου» («Απόσβεση VIII»). Η αίσθηση που δίνεται είναι των δυσδιάκριτων ορίων ανάμεσα στη συντήρηση του εαυτού και την επινόησή του.

Από την τρίτη ωστόσο συλλογή έχουμε μια μεταμόρφωση, από το εξεγερμένο, ευαίσθητο, ερωτευμένο πρόσωπο στη φοβερή, φοβισμένη και γεμάτη φαντασιώσεις περσόνα, η οποία είναι μια σταρ όσο η «ξύλινη μαιτρέσα του [εγκληματία] Τσάρλς Μάνσον» που προσκαλεί τον αναγνώστη σ’ ένα «λουτρό αίματος». Και το τοπίο αλλάζει: η οραματιστική εικονοποιία και η ακτινοβολία των τεσσάρων εποχών υποδέχεται τον έρωτα ως ένα είδος ψευδαίσθησης ή θνησιγένειας, ως μια φευγαλέα στιγμή με μοιραίο τέλος – τα χαμένα Σαββατοκύριακα των απορρίψεων και των αντεκδικήσεων. Ο «Υμέναιος», το γαμήλιο τραγούδι, είναι για μένα σαν διαβάζω «Ένα υγρό στρώμα φθινοπωρινά φύλλα / κι από κάτω θαμμένα τα ηλεκτρικά μου μίξερ». Και φαίνεται βέβαιο πια πως «Περιοχές βαλτώδεις διασχίζω. / Κάθε φορά που ανεβαίνω στο κρεβάτι του / άνεμος μου ρίχνει κατάστηθα / παραλία μυτερών βράχων» («Τετελεσμένα ή η Νύχτα των Halloween»).

Ερχόμενος σ’ επαφή με την ποίηση της Νατάσας Χατζιδάκι ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα σύνολο εμπειριών φιλτραρισμένων στον παραμορφωτικό της φακό, ο οποίος ατενίζει τα χάπια ως τρυφερότητα, τα χάδια ως τραύμα και το θάνατο ως λάμψη. Η γλώσσα, βωμολόχα, αρχαιοπρεπής, κεκαλυμμένη από πυκνούς ιστορικούς και μυθικούς συμβολισμούς και συχνά από ιατρικές ορολογίες, είναι παράλληλα προσφιλής στην ελληνική και την αγγλική καθομιλουμένη, τον προφορικό λόγο. Μέσα από τις αντιφάσεις της είναι η γλώσσα η ίδια ίσως που κάνει τα ποιήματα να πάλλονται ανάμεσα στην εξομολόγηση και την κατασκευή, συνιστώντας μια ποιητική όπου η αφήγηση λειτουργεί ως τροχοπέδη στο αυταπόδεικτο δράμα ενός προσώπου, που υποφέρει αφηγούμενο το βάρος της σύγχρονης πόλης του μα και της ζωής γενικά ως παράλογης συνθήκης.

Η αναπαραστατική πραγματικότητα, επηρεασμένη και από τον ελληνικό υπερρεαλισμό, την μπιτ λογοτεχνία, τη ροκ μουσική, την ποπ κουλτούρα και τον κινηματογράφο, σε συνδυασμό με τους αναρίθμητους νεολογισμούς, τα λογοπαίγνια και τις εσκεμμένες ασυνταξίες, μετατρέπουν σε πολλά σημεία την ποιητική αφήγηση σε παρωδία ωθώντας σε πράγματι στο «να νιώθεις το γέλιο σου»· σαν τρέλα υφασμένη στο δέρμα.

Μολονότι τα χρώματα που επικρατούν συνολικά στην ποίηση της Νατάσας Χατζιδάκι είναι το μαύρο και το κόκκινο, σε αντίθεση με το απολεσθέν καφέ και το ανέφικτο πράσινο, στο τέλος της συγκεντρωτικής συλλογής η μέρα χαράζει και φέρνει μια νέα γέννηση. Μια νέα, άρρητη και άδηλη, αναπνοή. Με μια προϋπόθεση βέβαια: «φρόντισε να μη φας μανιτάρια γιατί θα πεθάνεις / πολύ γρηγορότερα» («Λεζάντες»).

 

Η παραπάνω βιβλιο-ανάγνωση πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Poetix (τεύχος 1)