Ετικέτες

, ,

«Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΥΨΗΛΗ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ»

Συνέντευξη με τη Μαρία Μηνά, στο Ηδύφωνο #18, 9.8.2015

 

Φωτογραφία Χρήστος Διαμάντης

Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης

Σε ένα παλαιότερο κείμενό σου αναφέρεις πως όταν πρωτοξεκίνησες να καταστρώνεις ποιήματα, ο καβαφικός Θεόκριτος ενσάρκωνε τον πόθο σου να συναντήσεις τον ιδανικό δάσκαλο. Θα έλεγες ότι πλέον έχεις εντοπίσει σηματωρούς δασκάλους;

Δεν συνάντησα τον ιδανικό δάσκαλο όταν τον είχα ανάγκη. Αναζητούσα ένα περιβάλλον αγάπης, ενθάρρυνσης και γνώσης μέσα στο οποίο θα μπορούσα να μάθω όσα υποψιαζόμουν ότι υπήρχαν. Όταν σου κουνάνε το δάχτυλο, ακυρώνεται η γνώση ως πνευματική ελευθερία. Όταν υπάρχει ψυχρός σεβασμός, χάνεται ο αυθορμητισμός που γεννά λαμπρές ιδέες. Ο Θεόκριτος του Καβάφη έλεγε στον Ευμένη πως ο αγώνας που έδινε δεν ήταν με τη γλώσσα μόνο ή για τις επιδόσεις, όσο με τις κοινωνικές νόρμες και με τον εαυτό του. Ότι η ποίηση δεν ήταν μονάχα αγώνας (αγώνισμα) αλλά και αγωνία. Ένα κορίτσι στην Κύπρο έχει να διανύσει μεγαλύτερες αποστάσεις σε λιγότερο χρόνο, κι όλα διαδραματίζονται μέσα της. Όταν νιώσεις νωρίς μια δυσεξήγητη δύσπνοια, και όλοι γύρω ανασηκώνουν τους ώμους, το έχεις καταλάβει ήδη: μπορείς να γίνεις ένας εξαιρετικός μαθητής χωρίς δάσκαλο. Ο Ευμένης πιστεύω τα κατάφερε (ίσως ήταν ο Καβάφης) επειδή έμαθε να αφουγκράζεται, να κρίνει, να ξεδιαλέγει. Και να ξέρει ποιος δεν είναι.

Τι σε ώθησε να καταπιαστείς με τη μετάφραση ποιημάτων των Ανν Σέξτον και Ανν Κάρσον; Θα ανίχνευες, εσύ η ίδια, κοινές ιδεολογικές συμπλεύσεις με τις ποιήτριες;

Μεταφράζω μόνο ό,τι με έλκει, αλλιώς δεν μπορώ να μεταφράσω καθόλου (ευτυχώς δεν βιοπορίζομαι από τη μετάφραση). Ίσως καθεμιά της να ανταποκρίνεται σε φαινομενικά αντιφατικές πλευρές του εαυτού μου, τις οποίες ήθελα να κατανοήσω καλύτερα. Οι εντάσεις και ο πόθος της Σέξτον, η εμμονική ελπίδα της ότι κάπου υπάρχει ευτυχία, συναντούν, σε άλλο στάδιο ζωής πια, το πνευματώδες χιούμορ της Κάρσον, που ρυθμίζει τον έρωτα και με το μυαλό της, δίχως να του απομυζά τίποτα και δίχως να την καταστρέφει. Και οι δύο πάντως μας χάρισαν ενδιαφέρουσες ερωτικές όψεις της ποίησης.

Είναι η έμπνευση μία πρόσκαιρη ευμάρεια; Πώς αναπληρώνεται, καμιά φορά, η απώλειά της;

Προτιμώ να σκέφτομαι την έμπνευση ως μια κατάσταση του μυαλού στην οποία μπορείς να βρεθείς μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες, ως μια εμπειρία που σε βρίσκει ή τη βρίσκεις, σαν να ακούς ήχους από μέσα σου ή από μακριά, ήχους αλλόγλωσσους. Δεν αναπληρώνεται με τίποτα και δεν εξηγείται. Η Ρέα, ηρωίδα στη «Γραμμή του ορίζοντος» του Χρήστου Βακαλόπουλου, γράφει στη φίλη της Έρση: «μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει μέσα σου να σχηματίζεται το αντίθετο». Καλή ώρα: δεν σκέφτομαι την έμπνευση με όρους απώλειας όσο με προσμονή και πείνα. Και με εμπιστοσύνη ότι θα ξανάρθει όταν θα είμαι έτοιμη. Στο μεταξύ: πολύ διάβασμα και δράση, πολλή ζωή.

Στην εποχή μας, του πλουραλισμού, των πολλαπλών και αόρατων συνάμα επιθέσεων, αλλά και της πολυεπίπεδης κρίσης, υπάρχει κάποια ποιητική που ενδέχεται να αποδειχθεί λιγότερο, από τις άλλες, ανεπαρκής;

Αν με τη λέξη ανεπαρκής εννοείτε αδιάφορη και θνησιγενής, εικάζω ότι τα ποιήματα που δεν αντιστάθηκαν, έστω για την τιμή των όπλων, στην εποχή τους θα διαλυθούν μέσα στη σκόνη των καιρών. Υποψιάζομαι όμως, γεμάτη ρεαλισμό και φρίκη, πως στο τέλος θα μείνει η σκόνη και θα σωθούν, όπως όταν γκρεμοτσακιζόμαστε υπνωτισμένοι στα ρήγματα στης Ιστορίας.

Θα έλεγες ότι τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας είναι, ιδιαίτερα για έναν συγγραφέα, καταδικασμένα στην ασάφεια;

Τα όρια ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, που άλλοι τα λένε πραγματικότητα και μυθοπλασία, είναι συγκεχυμένα ήδη μέσα στη γλώσσα μας, απλώς εμείς τα διαχωρίζουμε για να επιβιώσουμε. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε καθημερινά μεταφορές που πέθαναν από τη χρήση — λέγονται νεκρές μεταφορές. Η χρήση και η συνήθεια είναι φονικές επιτελέσεις. Ακόμη κι αν η ζωή μας δεν αλλάζει δραστικά ή άμεσα με τη λογοτεχνία (όπως φαντάζομαι υπονοείτε με τις λέξεις «ασάφεια» και «καταδίκη»), η λογοτεχνία, με τον εκτυφλωτικό της λόγο, το ψυχικό της σθένος, τα νέα και φρέσκα τραγούδια και οράματά της, όταν και εφόσον τα έχει κατακτήσει, μας προστατεύει από το να γίνουμε όπως μιλάμε: νεκρές μεταφορές αυτού του κόσμου.

Μπορούν, με κάποιο τρόπο, οι ποιητές να υπάρξουν έξω από την εποχή τους; Αθέλητα, έστω, το έργο τους αντικατοπτρίζει/αντικατοπτρίζεται (σ)το παρόν τους, αλλά και πέρα από αυτό;

Όπως όμορφα το έθεσε ο Εμπειρίκος: «Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας». Αν το έργο ενσαρκώνει το ιστορικό παρόν, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να έκανε ήδη ένα άλμα στο μέλλον.

«Θυμάσαι τι είσαι/ κι αφήνεις το σαρκίο να πέσει,/ να γίνει ψαροκόκαλο στο στόμα αιμοβόρου», διαβάζει κανείς σε ένα ποίημα των «Χορευτών». Έχοντας επίγνωση της θνητότητάς μας, τι είναι αυτό που δύναται να εμποδίσει, κατά τη γνώμη σου, τη βέβαιη πτώση μας;

Στους «Χορευτές» προσπάθησα να αναζητήσω το υψηλό μέσα από την κόλαση, όπως όταν ανακαλύπτεις πετράδια σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Το υποκείμενο στο ποίημα από όπου οι στίχοι εισέρχεται σε μια «μουσουλμανική», όπως την ονομάζει αιρετικά, «κατάβαση», για να τη νοηματοδοτήσει αλλιώς: ως επιθυμία για ζωή παρά την πτώση, ή μαζί με την πτώση, που άλλωστε υπήρξε πριν, ίσως και έξω από εμάς, μια μεγάλη αφήγηση που έγινε πραγματικά πιστευτή. Προς το τέλος του βιβλίου οι πρωταγωνιστές-χορευτές επιλέγουν να διαλυθούν μέσα στο ερωτικό ποίημα, να σκοτωθούν, γιατί η διάλυση σε σχέση με τους άλλους είναι και μια υψηλή ρομαντική πράξη, αλλά και «η ευκαιρία μας να ξαναγίνουμε ανθρώπινοι», όπως γράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ. Ακόμη κι αν η ηθική των χορευτών είναι ακροβατική, σχεδόν ουτοπική, μας λένε πως, όταν είσαι ήδη σε κρίση, δεν έχεις χρόνο για τη μέλλουσα. Έχεις μόνο έναν θετικό τρόπο να πεθάνεις. Κι εγώ τους πίστεψα όταν μου είπαν: «Θεολογία, αντίο».

Ποιος έτερος ρόλος, τον οποίο ενίοτε ενδύεσαι, θα έλεγες ότι σε τρομάζει περισσότερο από τους άλλους;

Οι «Υφάντρες» υπήρξαν ένα ποίημα που άρχισε να γράφεται για κάτι πολύ προσωπικό. Κατέληξε κοινωνικοπολιτικό. Μιλά για το θάνατο και το βιασμό μεξικανών γυναικών στην πόλη Χουάρες αλλά εστιάζει και σε κάτι άλλο. Στο παράδοξο του να έχουν γίνει σύμβολα σε ένα ελληνόφωνο, για εκείνες ξένο, ποίημα. Ένιωσα την ανάγκη να τις φέρω στο ποίημα γιατί ένιωσα να διαβρώνομαι από τον κυνισμό, που ως γενιά έχουμε ζήσει πολύ έντονα και που είναι στη βάση του ατομικιστικός. Η ποιητική φωνή σπάει τη μετρική ομοιομορφία της στο τέλος του ποιήματος, γιατί η μεγάλη θλίψη αποσταθεροποιεί, είναι άμετρη, όπως όταν θρηνούμε για μια προσωπική μας απώλεια. Εκείνο που με τρόμαξε ήταν ακριβώς αυτό: ότι οι υφάντρες δεν ήταν ρόλος. Έγραφα με δεμένα τα χέρια.

«Ο χρόνος είναι σώμα ρευστό», διαβάζουμε πάλι στους «Χορευτές». Τι είναι αυτό που μένει από αυτή τη ρευστότητα;

Η αφηγηματική φωνή στο ποίημα ξέρει ότι η κοπέλα που κατακτά ερωτικά τον Ναπολέοντα θα πεθάνει. Γι’ αυτό της αφαιρεί από το δέρμα το λευκό χρώμα, να μη γίνει σάβανο αμέσως. Το κλάμα της αφηγήτριας για τον σχεδόν μοιραίο θάνατο της ηρωίδας ρευστοποιεί τόσο τα περιγράμματα των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να βλέπει το σάβανο σαν λευκό πανό, τον πόλεμο ως ειρήνη. Έτσι το τέλος αναβάλλεται, υπερκαλύπτεται από την πεποίθηση ότι ο έρωτας, ανεξάρτητα από την έκβασή του, μπορεί να αποτελέσει πράξη χειραφέτησης. Τι μένει… Η δημιουργική συμμετοχή του αναγνώστη. Όταν ρευστοποιούνται τα περιγράμματα του κειμένου, υπάρχει το ενδεχόμενο να δώσεις νέο σχήμα στη ζωή σου.

Κλείνοντας, εξακολουθεί, Ευτυχία, το προσωπικό να είναι πολιτικό;

Δύσκολο ερώτημα για να απαντηθεί εδώ και μάλιστα απόλυτα. Στόχος τότε ήταν να επαναπροσδιοριστεί το πολιτικό μέσω του προσωπικού, το σύνθημα διατύπωνε την ανάγκη να εφαρμοστεί το δίκαιο στις σχέσεις κυριαρχίας που διαπερνούσαν την ιδιωτική σφαίρα, και δυστυχώς σε αρκετά μέρη του κόσμου είναι ακόμα επίκαιρο. Η αποϊστορικοποίηση του φεμινιστικού συνθήματος και η αναγωγή του σε γενική αρχή είναι ωστόσο επικίνδυνη. Αν αντικαταστήσουμε τις λέξεις «προσωπικό/πολιτικό» με τις λέξεις «ιδιωτικό/δημόσιο» ίσως γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό που λέω. Η ταυτολογία οδηγεί σε μπούμεραγκ: σε μια προσωποποιημένη πολιτική όπου στοχοποιούνται κάποια πρόσωπα, ή στην άκριτη δημοσιοποίηση της ιδιωτικής μας ζωής. Οδηγεί στο εδώ και τώρα.