Ετικέτες

, , ,

«Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε»

 της Ευτυχίας Παναγιώτου

 image001

Η μελέτη των ποιημάτων της Μαρίας Πολυδούρη προέκυψε πάλι όταν η Χριστίνα Ντουνιά, η συστηματικότερη και σημαντικότερη μελετήτρια της ποίησης του ελληνικού μεσοπολέμου, με παρότρυνε, με τη διακριτικότητα που τη χαρακτηρίζει, να την ξαναδιαβάσω με άλλα μάτια. Εστιάζοντας στον κοινωνικό αντικομφορμισμό της Πολυδούρη ο οποίος αντανακλάται και στο έργο της, η Ντουνιά δεν πρότεινε την ανατροπή ενός διαδεδομένου και περιοριστικού μύθου, που θέλει την ποιήτρια άρρωστη και ανυπεράσπιστη και παράλληλα έρμαιο ενός θανατερού ρομαντικού έρωτα για τον Καρυωτάκη, αλλά τον εμπλουτισμό και την επανεξέτασή του.

Επανέρχομαι έτσι στα ποιήματα μιας γυναίκας η οποία κατά γενική ομολογία άνοιξε δρόμους στη νεοελληνική ποίηση εισάγοντας, σχεδόν μοιραία, την Ελληνίδα στην περιπέτεια της γραφής. Με τη γνώση αυτή προκαθορίζω το είδος της ανάγνωσής μου. Θα είναι φιλολογική. Τι επιδιώκω; Την αντικειμενικότητα. Θέλω να μάθω πώς συνδέεται με το σήμερα. Θέλω να μάθω με ποιο τρόπο η Πολυδούρη είναι και διαχρονική. Έχω στα χέρια μου τα δύο ήδη γνωστά της βιβλία, τις «Τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και την «Ηχώ στο χάος» (1929), που εκδόθηκαν μέσα σε ενάμιση χρόνο, ένα διάστημα πένθους για το θάνατο του Καρυωτάκη. Διάστημα, καταπώς το φαντάζομαι τώρα, το οποίο πύκνωνε μια ζωή μέσα στον ήδη συρρικνωμένο χρόνο. Μια ζωή με σημασία, που έπρεπε να γίνει ποιητική μαρτυρία. Μια ποιητική μαρτυρία που θα επαλήθευε έπειτα μια ζωή με σημασία.

Διαβάζω για πρώτη φορά τα ανέκδοτα και τα αθησαύριστα ποιήματά της και συνειδητοποιώ ότι η Πολυδούρη, η οποία μάς άφησε πολύ νωρίς, στα είκοσι οχτώ της, αποτυπώνει με σπαρακτική ακρίβεια όχι τον επικείμενο θάνατο τόσο, όσο τη γέννηση και κλιμάκωση ενός τραγουδιού που συμπαρασύρει, τη στιγμή ακριβώς που σβήνει, την κατάφαση της ζωής. Έχοντας μπροστά μου την αρχή και το τέλος αυτού του τραγουδιού, αλλά και πλήρη βιογραφικά στοιχεία και σημειώσεις για τις χειρόγραφες παραλλαγές των ποιημάτων της, που μας έφερε στο φως η Ντουνιά, ανακαλύπτω το προσωπικό ύφος αλλά και την προσωπική βιοθεωρία της Πολυδούρη. Συνιστούν μια ανεξάρτητη ποιητική πορεία από εκείνη του Καρυωτάκη. Η περιπέτεια της ζωής της διαπερνά τα ποιήματα σαν λεπίδι αφήνοντάς μας τα δαχτυλικά της αποτυπώματα. Τα ίχνη αυτού του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε και ακόμα ανασαίνει μέσα στις λέξεις τις οποίες μάς άφησε αναλύουν τις στιβαρές, κατά τα άλλα, φιλολογικές μου προθέσεις σε κλάματα.

*

Ανάμεσα στη φωνή της Πολυδούρη και τη δική μου που απαγγέλλει φωναχτά έχει ήδη μεσολαβήσει μια τρίτη φωνή, η ιδιαίτερη ερμηνεία της νεαρής ηθοποιού και σκηνοθέτριας Δήμητρας Μπάρλα, στην παράσταση «Solo» για την Πολυδούρη το προπερασμένο καλοκαίρι. Οι νευρικές κινήσεις της ηθοποιού στη σκηνή, πιστές στους διασκελισμούς του ποιήματος, και η φωνή που επαναλάμβανε με δραματική ένταση τους στίχους: «Όλα είναι ωραία· / όλα είναι αγάπη κι αγάπης πόθος / τα ξεφυλλά. / Τόσο είναι ωραία καθώς πεθαίνουν / τόσο μοιραία / και σιωπηλά» έδωσε σχήμα σε ένα ανείπωτο ακόμα «σκοτεινό ανατρίχιασμα».

Και κάπως έτσι, ύπουλα, με ευγενικές προτροπές και με τη διαμεσολάβηση της εμπειρίας και των αισθήσεων, διείσδυσε μέσα μου η ανοίκεια ή και απωθημένη έως τότε φωνή της Πολυδούρη. Τα τριαντάφυλλα πάνω στο κρεβάτι της ποιήτριας, το οποίο η σκηνοθέτρια αναπαράστησε σχεδόν σαν χειρουργικό τραπέζι, μπλέκονται στο μυαλό μου με τα «τραγικά ρόδα» των στίχων της Πολυδούρη, «τα ρόδα του αίματος», σήμα κατατεθέν στα ποιήματά της.

Αναπαριστώ τις τελευταίες μέρες της Μαρίας Πολυδούρη στο νοσοκομείο σαν να επρόκειτο για κάποιο πρόσωπο το οποίο γνώριζα. Από την ώρα που έκλεισα αυτό το τόσο φροντισμένο βιβλίο, τη σκέφτομαι συχνά. Πρώτα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου μαθαίνει την είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη κι έπειτα σε ιδιωτική κλινική, όπου υπογράφει το τελευταίο της αυτόγραφο. Δεν ανακαλώ τη Μαρία που πεθαίνει τελικά αλλά τη Μαρία που γράφει ώς το τέλος ποιήματα. Μας το έχει ήδη πει: «… η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου. / Μες στην καρδιά μου βόσκουνε πληγές από φωτιά».

Κρατώ τα ερωτικά ποιήματα, κρατώ τη φωτιά μιας διανοούμενης της αβανγκάρντ που προτιμά, από το να τη σβήσει, από το να την απαρνηθεί, να πληγώσει το ούτως ή άλλως φθαρτό σώμα της. Και πιστεύω πως έτσι η Πολυδούρη, από πλησμονή ζωής, μεταμόρφωσε τον ανέφικτο έρωτα σε εφικτή ερωτευμένη γλώσσα, που αντί να απλώνεται οριζόντια ριζώνει, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε να γράψουμε κάποτε εμείς τα πιο φλογερά ποιήματα. Η επιλογή της να στραφεί συνειδητά προς την ποίηση όταν πεθαίνει ο Καρυωτάκης δεν χρειάζεται να ιδωθεί σαν απόπειρα μίμησης του ποιητή που αγαπά, αλλά ως προσχώρηση σε ένα λογοτεχνικό είδος, που σε αντίθεση με τον πεζό λόγο, άντεχε να χωρέσει τον έρωτα τόσο ως πραγματικότητα όσο και ως μεταφορά. Ο πεζός λόγος, στερούμενος τον χορευτικό βηματισμό της ψυχής της, ήταν λογικός, ήταν κυριολεκτικός, ήταν εξηγητικός, αλλά η ποιητική φωνή δηλώνει τρελή: αγαπάει κάποιον που έχει πεθάνει.

Η ποιητική γλώσσα ήταν, ναι, η γλώσσα του Καρυωτάκη. Είναι και η γλώσσα, είτε το θέλουμε είτε όχι, του ομιλούντος πένθους. Οι στίχοι του σημαδεύουν και μερικές φορές στιγματίζουν τους στίχους της, δεν είναι απλώς σημεία αναφοράς, ή ίχνη της μνήμης. Είναι τεκμήρια αληθινής ζωής που η ποιήτρια έχει πιάσει στα χέρια της και ενώνει με την αληθινή ύλη των δικών της ποιημάτων. Χωρίς τις δικές του, τις ειπωμένες, λέξεις είναι αδύνατον να συνεχίσει πραγματικό διάλογο μαζί του. Κάποιοι τίτλοι είναι πανομοιότυποι, σαν φωτεινά σήματα που μας προετοιμάζουν ότι θα διαβάσουμε μια άλλη ποιητική οπτική, η οποία πηγάζει συγχρόνως και από μια άλλη ηθική στάση απέναντι σε κοινά βιώματα.

Η Πολυδούρη καλεί τον νεκρό Καρυωτάκη στα ποιήματα, δεν τον ανακαλεί. Η ποιητική αυτή πράξη φτάνει στο απόγειό της με το τελευταίο της ολοκληρωμένο ποίημα, το οποίο κλείνει με τον υπέροχο στίχο: «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον». Ο στίχος δεν δηλώνει μόνο την κατάφαση στον έρωτα για εκείνον συγκεκριμένα και κανέναν άλλο. Το «Εμένα» στην αρχή του στίχου δηλώνει τη συνειδητά αδιαπραγμάτευτη θέση της Πολυδούρη ότι γράφει μια ποίηση αυθεντική. Και είναι επιπλέον ένας στίχος που, στρέφοντας τα νώτα προς τον μοναχικό θάνατο, συνηγορεί υπέρ μιας παραδειγματικής ένωσης, η οποία έτσι αφήνει απογόνους.

Η Μαρία Πολυδούρη θα μπορούσε να αλλάξει το τέλος της ζωής της αλλάζοντας το τέλος στα ποιήματά της. Θα μπορούσε να επινοήσει τον εαυτό της. Αν ο εαυτός της μπορούσε να απεκδυθεί για λίγο από το τρομακτικό της πείσμα για αλήθεια.

Ανακαλώ το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», τη φωνή ενός έμφυλου ποιητικού υποκειμένου που ισχυρίζεται ότι γεννήθηκε εξαιτίας της αγάπης του Άλλου. Είναι μια ψυχική γέννηση που υπερβάλλει με την ερωτευμένη γλώσσα. Χωρίς την ερωτευμένη γλώσσα, το τραγούδι δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν πρόκειται για γλώσσα υποταγής στον Άλλο ούτε για ποίηση που γεννιέται από ποιητή. Η Πολυδούρη δεν απευθύνεται στον ποιητή Καρυωτάκη αλλά στον ερωτευμένο εραστή. Υμνεί τον έρωτα στον οποίο συγκατατίθεται.

Πλάι σε αυτό το ποίημα τοποθετώ το «Γλέντι», όπου το έμφυλο ποιητικό υποκείμενο έχει απόλυτη συνείδηση των πολλαπλών του κοινωνικών θανάτων από τους Άλλους. Εκεί δεν χαρίζεται, στέκεται υπερήφανη. Δεν χαλά μεν το γλέντι, αλλά η ίδια δεν γλεντά. Ξορκίζει τη θλίψη με το τραγούδι. Στο αποκαλυπτικό αυτό ποίημα η φωνή της γυναίκας που τραγουδά δεν εισακούγεται εξαιτίας του χορού της, ή του λικνίσματος ενός εντυπωσιακού κόκκινου φορέματος, αλλά γιατί είναι αυθεντικό. Είναι τόσο αυθεντικό, που διαλύει την προσδοκία των ανδρών για μια «χλωμή χαρά». Η «καινούρια μουσική» της Πολυδούρη (για να θυμηθούμε το ποίημα «Αποτυχημένη συμφωνία») είναι το απύθμενο βάθος μιας κατοικημένης, βιωμένης γλώσσας. Της γλώσσας που στάθηκε τυχερή να αγαπήσει και που με τη φωνή της διασχίζει τον αέρα κάνοντας κάθε γλέντι να μοιάζει ασήμαντο.

Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε

μήπως σε μία χλωμή χαράν ελπίσουν,

μα τόσο αληθινό θάν᾿ το τραγούδι μου

που σαστισμένοι θα σωπήσουν.

Η σιωπή και ο σεβασμός είναι ό,τι θα έπρεπε να επιφυλάξει ο μύθος για την Πολυδούρη. Η σιωπή απέναντι σε ένα βίωμα που, όσο κι αν θέλουμε, δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε. Αν δεν είναι ακριβώς ξένο, σίγουρα είναι καινούργιο. Δεν είναι το καρυωτακικό τραγούδι που βουίζει απάνωθέ μας στοιχειωμένο, το παντέρημο τραγούδι που αδειάζει, αλλά μάλλον το τραγούδι που γεμίζει ανθρώπινη ζωή την ίδια στιγμή που το υποκείμενο αναγκάζεται να το εγκαταλείψει. Τα ποιήματα της Πολυδούρη, αν διαβαστούν ολόκληρα και σε χρονολογική σειρά, καταγράφουν μια ιστορική για τα δεδομένα της ελληνικής ποίησης στιγμή. Εκείνη που η φωνή του ανθρώπου σπάει, διαλύεται στο ακατανόητο χάος της ανυπαρξίας. Καταγράφουν παράλληλα τη στιγμή που η ανθρώπινη ψυχή, την ώρα ακριβώς του αφανισμού της, επιλέγει να παραδώσει τη σκυτάλη της ζωής στην ποιητική φωνή. Επιλέγει τη διαιώνιση της ζωής ως αυταξίας.

Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα.

Σας χαιρετίζω,

πια δεν ορίζω

τη φωνή μου.

Ξεφεύγει παραλήρημα.

Σας σμίγω μα η πνοή μου

δε φτάνει, σπα.

 

Σκοπέ, σ’ αφήνω. Ήχε, Τραγούδι

μ’ αφήνετε. Τη μοναχή

χορδή μάταια κρούω στη λύρα μου.

Να ’χει μόνο ένα «χαίρε»

να ’ναι μονάχη του «χαίρε» η χορδή

στην καρδιά μου!

 

[…]

 

Πάνε τα ωραία, τ’ αγνά, η ζωή.

Γλυκέ Σκοπέ, δε μου αντέχει

η φωνή.

 

Να τραγουδώ

το θάνατο τη δυστυχία,

να λησμονώ

της χαράς την αγάπη,

δε θέλω. Ας σβήσω

σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μένει

να μη σημαίνει

γλυκά στο Θάνατο κι αυτός αργεί

με ιδιοτροπία ερωμένου!

 

Σας χαιρετίζω,

Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε.

Η ποίηση, από ένα σημείο και έπειτα, αντικαθιστά τη ζωή. Την ώρα του αφανισμού της η ερωτευμένη φωνή προλαβαίνει να μεταβιβάσει τον έρωτά της στη γλώσσα. Έτσι αρνείται το μηδέν του Καρυωτάκη. (Βλ. σημειώσεις στο ποίημα «Και τώρα κλείστε ερμητικά…», σ. 277-78.) Αρνείται να στοιχειώσει το τραγούδι. Αρνείται να εκδικηθεί. Η πείσμονα φωνή, παρά τις βιολογικές επιταγές, ψυχικά αρνείται να λυγίσει, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ο ήχος σχίζεται στα δυο.

Κι ένας μισοξεχασμένος στίχος του Καρυωτάκη, γραμμένος για την Πολυδούρη, αναδύεται ξάφνου στο νου μου σαν κάτι λεπτομέρειες που έρχονται να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα μέσα μας. Είναι ο καταληκτικός στίχος στο ποίημά του «Ένα σπιτάκι»: «ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει». Τα ποιήματα της Πολυδούρη χάρισαν στον κυνισμό του Καρυωτάκη το περίγραμμά του, στο σκοτάδι του το φως, στα σπασμένα του φτερά το φτέρωμα. Στο ποίημα «Μες στο σπιτάκι μου…» η Πολυδούρη απαντά στον ποιητή με το στίχο «Κι εγώ ήμουν το τραγούδι με φτερά / που ξεπετιόταν γύρω», αναβιώνοντας τα λόγια Εκείνου «Εσύ είσαι η ποίηση, εσύ είσαι το ζωντανό τραγούδι», την εποχή της σχέσης τους.

Διακόπτω αυτές τις σκέψεις και τη φέρνω πάλι στο νου μου στο νοσοκομείο. Αναπαριστώ την ασταθή πένα της και αμέσως τα φλογερά μάτια της, τα φλογερά μάτια όπως τα μνημονεύει ο Σικελιανός, και αμέσως πάλι την ασταθή πένα. Το βλέμμα της φαντασίας μου εστιάζει τελικά κάπου στ’ ανάμεσο. «Και φαίνονται τα χέρια μιας γυναίκας / που ψάχνουν στο κενό και προχωρούν». Προχωρούν. Μαεστρικά.

Αν ο Καρυωτάκης μηδένισε το άπειρο, η Πολυδούρη όρθωσε μια ποίηση του απείρου πάνω στην οποία καθρεφτίστηκε εκ νέου το μηδέν του Καρυωτάκη. Γι’ αυτό είναι αδιαχώριστοι. Τα ποιήματά τους με διδάσκουν πως είναι αδιαχώριστοι όπως οι διαφορετικές όψεις ενός νομίσματος.

Η κυνική και μεταφεμινιστική εποχή στην οποία μεγάλωσα ή ο ίδιος ο εαυτός μου δεν μου επέτρεψε να γυρίσω το νόμισμα, αφήνοντας μια ποιήτρια σαν την Πολυδούρη έξω από τα πρότυπα της εφηβείας μου. (Άλλωστε όταν είμαστε νέοι διαβάζουμε για να κρυφτούμε ή για να βρούμε ένα ασφαλές καταφύγιο.) Τώρα ήρθε ίσως η ώρα ο μύθος της ανυπεράσπιστης νεαρής ασθενούς ποιήτριας που χτυπήθηκε από τη μοίρα να εμπλουτιστεί με την ποιήτρια εκείνη που γράφει μανιωδώς για να θεραπεύσει το χρόνο, εφόσον ο χρόνος ο ίδιος δεν είναι πια γιατρός. Και σκέφτομαι πάλι εκείνο το νεκρικό δωμάτιο που γεμάτη περηφάνια και αξιοπρέπεια μετέτρεπε σε καλλιτεχνικό σαλονάκι υποδοχής καλεσμένων. Και θυμάμαι το ποίημά της «Σ’ αναμονή θανάτου», όπου με προειδοποιεί: «―Την περηφάνια μου μην ταπεινώσεις / κοίτα, μη μου λερώσεις τα φτερά». (Όχι μόνο δεν άφησε να σπάσουν τα φτερά της, δεν τα άφησε ούτε να λερωθούν.) Και είμαι σχεδόν σίγουρη πως το «ιδιότυπο προσκύνημα», όπως το χαρακτηρίζει η Χριστίνα Ντουνιά, γνωστών και αγνώστων προσώπων στο νεκροκρέβατο της, εμπεριείχε και την ειρωνεία της ζωής όπως αποτυπώθηκε στην ειρωνεία των στίχων της: «Γιατί πεθαίνω / γίνομαι ωραία, γίνομαι αγάπη / που την ποθούν».

Μια ετοιμοθάνατη, χλωμή κι αγνή γυναίκα υπήρξε κάποτε το πιο ρομαντικό θέμα της ποίησης. Το ποιητικό υποκείμενο της νεορομαντικής ποίησης της Πολυδούρη δεν είναι όμως αυτό. Μιλά για να φέρει με τη λεπτή της ειρωνεία στην επιφάνεια όλους τους πιθανούς της θανάτους αλλά και κάτι σημαντικότερο: τις επιθυμίες της. Είναι η ποιήτρια που μετατρέπει σε Μούσα και Μοίρα έναν νεκρό ποιητή, τον Καρυωτάκη, διαιωνίζοντας όχι μόνο τα ποιήματά του αλλά και έναν έρωτα που, αν τον θέλουμε αδιαπραγμάτευτο και πραγματωμένο (στο χαρτί), χρειάζεται να αποφασίσουμε πως δεν θα είναι ούτε αυτόνομος ούτε αυτόφωτος.

Θα τη σκέφτομαι ερωτευμένη τη Μαρία. Να γράφει ώς το τέλος ποιήματα. Γιατί με την ποίησή της, αυτή τη διπλή, και όχι ανώδυνη, κατάφαση του έρωτα και της ζωής, έχει ήδη σηκωθεί από το θνητό της κρεβάτι.

Να τη, στο μέσο της σκηνής που στέκει

με ένα γαλήνιο μέτωπο. Γελά

τόσο γλυκά. Στο πρόσωπό της τρέχει

ένα μεγάλο δάκρυ, ενώ γελά,

*

Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 15 Μαΐου 2014, στο Σπίτι της Κύπρου. Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τ.χ. 1866, Σεπτέμβριος 2015