Ετικέτες

, , , ,

eleni_vakalo

«Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές»

 

Περπατώ περπατώ

Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ

 

Εγώ είμαι η Ροδαλίνα

Αλλά η κυρά Ροδαλίνα δεν είναι εγώ

Ελένη Βακαλό

 

εγώ όμως ζω

      — χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ

Ευτυχία Παναγιώτου

 

 

Περιδιαβαίνοντας και πάλι το «δάσος» της Ελένης Βακαλό (1921-2001) διάβασα για πρώτη φορά ποιήματά της τα οποία δεν είχε συμπεριλάβει στον συγκεντρωτικό της τόμο Το άλλο του πράγματος (1995), ποιήματα των τριών πρώτων της συλλογών (1945, 1948, 1951), ποιήματα που κατά κάποιον τρόπο, σιωπηρά, αποκήρυξε. Ήρθα τότε αντιμέτωπη με κάποιες παράδοξες, σχεδόν μαγικές, συμπτώσεις, ανακάλυψα ένα είδος συνομιλίας μαζί της που αγνοούσα. Κάποιος φιλόλογος, έχοντας στα χέρια του τα τεκμήρια, τις γραπτές λέξεις, θα ονόμαζε μια τέτοια συνομιλία «επιρροή». Ο Χάρολντ Μπλουμ θα την ονόμαζε «αγωνία της επίδρασης».

Τα τεκμήρια όντως υπάρχουν, αλλά θα ορκιζόμουν πως δεν διέπραξα κάποιο έγκλημα, εφόσον στον τόπο του εγκλήματος είχα έρθει μόνο μετά. Σε εκείνο το «δάσος» της Βακαλό, όπου διαπράττονται ποιήματα, βρήκα τη «Γυναίκα που κλαίει» του Πικάσο, που η δική μου Μαύρη Μωραλίνα, ηρωίδα του δεύτερου, ομίτιτλου βιβλίου μου, ονομάζει με αυτοσαρκασμό «Κλαιόμενη Κυρία». Συνάντησα και τον ατίθασο Μοντιλιάνι, για τον οποίο πένθησε αρκετά η αυτόχειρας γυναίκα του, με την οποία κλαίει και η Μωραλίνα, μοιραζόμενη ένα ανάλογο πάθος. Στο «δάσος» της Βακαλό άκουσα τη φωνή της να τραγουδά το στίχο «Η γυναίκα μου βγάζει από το πηγάδι νερό» και άρχισα να φοβάμαι. Γιατί έχω δει τη Μωραλίνα να ζωγραφίζει ένα πηγάδι και, από την εμμονή της να εισέλθει στο απροσμέτρητό του βάθος, να πιέζει με το μολύβι το χαρτί και να το σκίζει. Να σκίζει το χαρτί σαν να πνίγεται. Όταν, στο τέλος, η δική μου μοναχή, η λέξη, συνάντησε της Βακαλό τη μοναχή, την ποίηση, παρέδωσα τα όπλα στη μαγεία.

Δεν ήξερα πως οφείλω τόσο πολλά στην Ελένη Βακαλό. Ήξερα μόνο για το ρόλο που έπαιξε η κυρα-Ροδαλίνα (πρόσωπο που πρωταγωνιστεί σε δύο μετέπειτα συλλογές της σαν ηρωίδα μυθοπλασίας) στον ψυχισμό μου και στον τρόπο που διαβάζω ποίηση. Έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου μου Μαύρη Μωραλίνα, μπορώ και πλάθω πια την παρουσία της στη ζωή μου. Η κυρα-Ροδαλίνα τής Βακαλό με τις παλάβρες και τις περιπέτειές της με βγάζει έξω από το σπίτι μου, με πετάει στο δρόμο. Γιατί η ποίηση είναι «του κόσμου», το είπε με τον ολοδικό της τρόπο η Βακαλό, και με τους στίχους της το έκανε πράξη. «Της Ροδαλίνας η φυλή / Της Ροδαλίνας η ψυχή / Διάβηκε από μπροστά μας // Κι η Ροδαλίνα έγινε και περπατεί τον κόσμο» (Το άλλο του πράγματος, 208).

Οι διδαχές μιας τέτοιας διαπίστωσης είναι ίσως σκληρές για έναν νέο ποιητή. Εμένα με υποχρέωσαν να αμφιβάλλω για την αναγωγή του προσωπικού βιώματος –της εξομολόγησης– σε ποιητική, με υπέβαλαν στη δυσάρεστη διαδικασία της αυτολογοκρισίας. Όσοι νέοι γράφουμε ξέρουμε πολύ καλά το αναπόδραστο του spleen, την ποίηση του κλειστού δωματίου, την ποίηση της απόγνωσης, την παγίδα να γράφουμε για τον εαυτό μας.

Η Ε. Βακαλό, ριγμένη για άλλη μια φορά στον κόσμο με τα Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας το 1990, στην προμετωπίδα της συλλογής της, προέτρεπε: «Όπου θα το σταματήσω / Άλλοι ας το προχωρήσουν» (218). Ήταν λες και αποτύπωνε έτσι την ανάγκη να συνεχιστεί μια ιστορία, σαν δημοτικό τραγούδι ή σαν έπος — ή απλώς, κι αυτό είναι το πρωτότυπο, σαν ποίημα σε συνέχειες.

 

ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟ

 

Επομένως τη Ροδαλίνα γράφοντας

Έχω μπροστά μου δρόμο

Εδώ που κάθομαι

Κι αλλού που τρέχει ο νους μου

Απρόβλεπτα τα πάθη της

Εσείς που τα διαβάζετε

Τι έκανε, τι έπαθε

Αλήθεια δεν θα βρείτε

Κι αν μαθευτεί ποια ήτανε

Η Ροδαλίνα μια ή δυο

Κι η τρισκαταραμένη

Στην αμαρτία ανέπαφη

Και να τη διώξω, μένει

(214)

 

Και να τη διώξω, η ποίηση της Βακαλό μένει. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει την πρώτη γραφή της Μαύρης Μωραλίνας, έβλεπα σταδιακά τα ρήματα στο χαρτί να αλλάζουν, το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο κοιτούσαν το ένα το άλλο μπερδεμένα, ο πληθυντικός ακόμα αμφισβητεί τον ενικό, και το αντίθετο. Η νέγρα Μωραλίνα, που τίποτα μάλλον κοινό δεν έχει με την κυρα-Ροδαλίνα πέρα από την κατάληξη του ονόματος, είναι εντούτοις μια σύγχρονη εκδοχή της «θηλυκιάς αίσθησης», όπως την ονομάζει η Βακαλό στην ποιητική μυθιστορία της Το δάσος (1954):

Αν δε βρισκόμασταν σε μιαν εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε –αίσθηση θηλυκιά– πιθανόν η ποιήτρια να στηριζόταν στο λυρικό στοιχείο περισσότερο, πιο σύμφωνο στην ιδιότητά της, η σύνθεση να μη της είναι φυσική. (Θα ήθελα να ξεκουραστώ.) Αντίθετα εδώ αισθάνεται ότι δε φοβάται μόνον αυτή (22).

Η Ροδαλίνα, που έτυχε να γεννηθεί γυναίκα, δεν κουβαλά το φορτίο του φύλου της όσο το απύθμενο βάρος της ιστορίας της, ένα από το οποία είναι και η επικυριαρχία του ορθολογισμού, η αρρώστια του πνεύματος και της παραδοσιοκρατίας. Η κυρα-Ροδαλίνα η τολμηρή στήνει καρτέρι στα παραδεδομένα, επικαλείται μέσα από πράξεις έναν κόσμο ατίθασο, αυθάδη, ο οποίος δεν υποτάσσεται στην τετράγωνη λογική ή στη στείρα διανόηση, αντιθέτως είναι πλασμένος με την ευφυΐα της φαντασίας. «Η Ροδαλίνα λοιπόν όπως τα είπαμε εδώ κι όχι πως έτσι ήτανε, απόκτησε γιατί σκέφτηκε τις ιδιότητες που δεν ήξερε πριν και ανέβηκε, όταν μετά θα περάσει από το δρόμο, στο κάρο των θεατρίνων» (ΒΣ 209). Από άποψη αισθητική, η Ελένη Βακαλό κατάφερε να διαρρήξει το όριο ανάμεσα στην απρόσωπη γλωσσική κατασκευή και στο προσωπικό βίωμα δίνοντας προβάδισμα στη δραματουργία. Τα ποιήματά της είναι ιστορίες με πλούσια πλοκή, περιπέτεια, υπόγειο χιούμορ, με ύφος, πρόσωπα και προσωπεία που έρχονται, χάνονται και ξαναγυρίζουν, σύμβολα με ψυχή, που ανατρέπουν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας για το τι είναι ή «πρέπει» να είναι ποίηση. «Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί», γράφει (ΒΣ 96).

Η ποίησή της όσο πρωτοπόρα είναι άλλο τόσο είναι και δύσκολη. Το έργο της επιβάλλει μια αλλαγή νοοτροπίας γιατί τα βάζει με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού. Μας βάζει τρικλοποδιές. Συχνά χρειάζεται να διαβάσεις για δεύτερη φορά τους στίχους, με άλλη ανάσα, για να πιάσεις το νήμα. Οι λέξεις της ως φάσματα και ρυθμικά σύνολα μοιάζουν με σπαζοκεφαλιά και λογοπαίγνιο ανάλογα με το πώς τις βλέπεις κάθε φορά.

Επανέρχομαι στην ποίησή της και αρχίζω να κρύβω με τα δάχτυλα κάποιες λέξεις, διαβάζω όσες απομένουν, κι ύστερα πάλι επιλέγω άλλες για να πλάσω μια νέα ιστορία, να λύσω κάποιο αίνιγμα, που συνήθως αποκαλύπτεται στις επόμενες σελίδες, γιατί η Βακαλό, παρά τη φαντασία της, συνθέτει κόσμους που έχουν λογική. «Μπλέχτηκε η Ροδαλίνα τότε σε μια ιστορία είδος περίπου αστυνομικού, όπως το ποίημα άλλωστε που ανατρέπεται κάθε φορά σε εκδοχές, αν ήταν η Ροδαλίνα άλλη ή αυτή ή καμιά να μην ήταν, πολύ πιθανό» (ΒΣ 230). Όταν τα βρίσκω σκούρα, συμπληρώνω η ίδια τα κενά. «Και [μαζί με τη Βακαλό] διασκεδάζω» (ΒΣ 192).

Ομολογώ πως τα ποιήματά της τα γνώρισα σχετικά αργά, τα διάβασα σε μια ηλικία που η ποίηση με απασχολούσε πλέον ως αίνιγμα, όχι ως εφηβικό καταφύγιο, ως κατασκευή μιας νέας πραγματικότητας, βιωμένης παρ’ όλα αυτά, όπου τα πάντα είναι πιθανά, έξω από λογοτεχνικές παραδόσεις, έξω από πολιτικοκοινωνικά ιδεολογήματα. Η Βακαλό μού διδάσκει τι μπορεί να είναι ποίηση. Αποφορτισμένη είναι σίγουρα από το δυσάρεστο βαρίδι της σοβαροφάνειας, δεν είναι αφηρημένο σχήμα όμορφα διατυπωμένο, ένα, όπως καμιά φορά διατείνομαι, «ελληνικό ποίημα» (που προσαρμόζεται δηλαδή στην αφηρημένη φύση της ελληνικής γλώσσας και στη σκοτεινή μεταφορά τής μεταφοράς).

Αν αναλογιστούμε πως η Ελένη Βακαλό άρχισε να γράφει και να εκδίδει ποίηση τη δεκαετία του ’40, προτού καν οι γυναίκες αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, γνωρίζοντας ότι η ιστορία της λογοτεχνίας δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει Ελληνίδες ποιήτριες τη δεκαετία του ’30, ίσως συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημά της. Το είχε αντιληφθεί; Ίσως και όχι. Πόσο πετυχημένο όμως ήταν αυτό το εγχείρημα! Πώς κατάφερε να φέρει το μοντερνισμό στα όριά του, να τον επανεφεύρει, να κάνει «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», χωρίς να προσδεθεί στον υπερρεαλισμό, και εντέλει να πραγματώσει τις ίδιες της τις αξίες για τη ζωή, να δώσει πνοή στην πρώτη αρχή της ποίησής της: «ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές» (87)!

Κινδύνεψε, όπως γράφει η Άντεια Φραντζή στο βιβλίο της για την Ελένη Βακαλό Έμενε ποίημα (Νεφέλη 2005, 50-51), να μη γίνει καν κατανοητή. Κινδύνεψε, προσθέτω, να μην αγαπηθεί από τον αναγνώστη της, ασχέτως εάν ήταν πάντα προσανατολισμένη σε αυτόν, και όχι στους κριτικούς. Όπως γράφει στη συλλογή Το δάσος:

Αυτό το ποίημα

Δεν είναι για να το διαβάσουν

Όσοι δε μ’ αγαπούνε

Ακόμη

Κι από κείνους

Που δε θα με ξέρουν

Αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα

Σαν

Και κείνους

(14)

 

Και στις Παλάβρες της κυρα-Ροδαλίνας, 30 χρόνια μετά, γράφει:

Εκείνη με το χειρόγραφο

Αναγνωρίζει

Στο ράμφος του παμφάγου των λέξεων

Κι ο αναγνώστης πως είναι

Ερωμένος και αυτός, και αυτή

Αλλού, του αντιβοώντος

(205)

 

Τα ποιήματά της, που είναι το «άλλο του πράγματος», τα μαντεύεις. Το έργο της Βακαλό προαπαιτεί μια ενεργητική συμμετοχή. Δεν θα κλάψεις, αναγνώστη, διαβάζοντάς την, δεν θα προφυλαχθείς, δεν θα επιβεβαιώσεις τον κόσμο σου, δεν θα προβείς σε διανοητικά άλματα σχετικά με τις διακειμενικές της αναφορές (που είναι πολλές, αλλά χωνεμένες στις λέξεις της), δεν θα σου περάσει από το μυαλό να τη συγκρίνεις.

Ίσως γι’ αυτό την αγαπώ πολύ. Σαν τον τελευταίο έρωτα, όχι σαν τον πρώτο.

*

Περπατώντας στα σοκάκια της Αθήνας, αντικρίζοντας το ασφυκτικό μαρτύριο της ύπαρξης, διαβάζοντας συνθήματα και στίχους στους τοίχους, σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένοι είναι, όπως έλεγε και η Βακαλό, οι ποιητές: «Και πώς προσφέρονται όλα σε κείνους / Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές / Ευτυχισμένοι που είναι / Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα» (ΒΣ 98). Είχε δίκιο. Συχνά αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν όταν έγραφε, ποιο όραμα έριχνε στο χαρτί, ποιο σχέδιο ζωής υλοποιούσε. «Αυτή τη στιγμή εκείνο που με απασχολεί είναι η υπόσταση της γλώσσας, δηλαδή να ονοματίσω τα πράγματα για να υπάρχουν», αποκάλυπτε σε συνέντευξή της το 1995 στην ποιήτρια Μαίρη Γιόση (Διαβάζω, αρ. 351). Και η δική μου Μωραλίνα, πιστή σε μια ευτοπία, της απαντά: «Όταν γράφεις κάτι γίνεται». Όταν γράφεις, κάτι μαγικό γίνεται. Βγαίνεις από το σπίτι σου, μπαίνεις στην καρδιά σου. Το χέρι της χάραξε ποίηση χαιρετίζοντας την ιστορία.

«Χαιρετώ τον αιώνα που έρχεται. Τη σκληρότητα της κρίσης του για τον πρόγονο, από τον δικό μου αιώνα, την ξέρω»

(περ. Ποίηση, «Αποχαιρετώντας τον αιώνα», τεύχ. 14)

Δεν είμαι σίγουρη αν η Ελένη Βακαλό είναι ποιήτρια στη σκιά, παρότι η εποχή που έζησε και έγραψε δεν τη διάλεξε για τις ανάγκες της, δεν την τίμησε όσο θα της άξιζε (ή μάλλον όπως πιστεύουμε κάποιοι ότι της άξιζε). Για μένα ήταν μια ευτυχισμένη ποιήτρια. Αντιμετώπισε το σύνολο των συλλογών της σαν διακριτή πορεία του βίου της. Μου δίνει την εντύπωση πως κατόρθωσε να κάνει ό,τι ήθελε, όπως το ήθελε.

Η Βακαλό ίσως οραματίστηκε την ποίηση σαν μονοπάτι, το οποίο διαβαίνουμε με ό,τι εφόδια διαθέτουμε, αξιοποιώντας στο έπακρον κάθε δυνατότητα, έστω μικρή, ξεγελώντας καθετί που έχει αρνητικό πρόσημο με την εσωτερική μας ευρυχωρία.

«Κι επειδή θέλω όχι μόνον αγάπη αλλά και τιμή δίνοντας όπως σε συγγενείς μακρινούς έστω αν δυστυχήσουν κοντά τους πρέπει εκείνη την ώρα να είσαι / γιατί κοντά συμφορές είναι σε όλους / έτσι θ’ αρχίσω» (148)

 

[Δημοσιευμένο στον τόμο Ποιητές στη σκιά, επιμ. Γιώργος Μπλάνας, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012, 125-131, μάλλον χωρίς τροποποιήσεις]