Anne Carson | «Η ομορφιά του συζύγου»
01 Κυριακή Δεκ. 2013
Posted exwtico-μετάφραση, ξένη ποίηση
in01 Κυριακή Δεκ. 2013
Posted exwtico-μετάφραση, ξένη ποίηση
in31 Τετάρτη Ιολ. 2013
12.
Nά το δεξί του πόδι πάνω στο δεξί δικό μου, το αριστερό μου πόδι πάνω στο δεξί δικό του, το αριστερό του μπράτσο κάτω από την πλάτη μου, το δεξί μου μπράτσο γύρω από το κεφάλι του, το δεξί του μπράτσο πάνω στο στήθος μου, το αριστερό μου μπράτσο πάνω από το δεξί του μπράτσο και το δεξί μου χέρι αγκαλιάζει τον δεξή του κρόταφο. Τώρα είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιο μέρος από ποιο σώμα είναι όντως δικό μου, ποιο δικό του, και βρίσκω τον εαυτό μου να φιλά το μπράτσο μου εκεί όπου περίμενα ότι θα φιλούσα κάποιο μέρος από το δικό του σώμα, οποιοδήποτε μέρος μπορεί να περιέλθει στο στόμα μου.
Τρίβω το κεφάλι του έτσι όπως είναι πιεσμένο πάνω στο δικό μου και ακούω τις τρίχες των μαλλιών του να τρίζουν στο κρανίο του λες και είναι τα δικά μου μαλλιά που τρίζουν στο δικό μου κρανίο, λες κι έχουμε γίνει εκείνος κι εγώ ένα μόνο πλάσμα και ακούω με τα αυτιά του και ακούω μέσα από το κεφάλι του.
27 Σάββατο Ιολ. 2013
Posted exwtico-μετάφραση
in11.
Εδώ το ταβάνι είναι τόσο ψηλό, που το φως ξεθυμαίνει κάτω από την κορυφή της στέγης. Χρειάζεται πολύ χρόνο να διασχίσεις το χώρο. Παντού υπάρχει σκόνη, μια επίπεδη στρώση από ξανθή σκόνη. Γύρω από κάθε γωνιά βρίσκεται ένα τραπέζι με ροδάκια και πάνω του ένα καβαλέτο και στο καβαλέτο ένα σχέδιο ζωγραφικής στερεωμένο στο καβαλέτο και σκονισμένα κουτιά δίπλα με κάρβουνο μέσα. Σε μια άλλη γωνιά και σε μια άλλη, ένας πίνακας μισοτελειωμένος και δίπλα του στο πάτωμα τενεκεδάκια με μπογιά, πινέλα πάνω στα τενεκεδάκια και κουβαδάκια με σαπουνόνερο που έγινε κόκκινο ή μπλε. Δεν είναι όλα τα τενεκεδάκια με την μπογιά σκονισμένα. Σκονισμένα δεν είναι ούτε όλα τα σημεία του πατώματος.
Στην αρχή μού φαίνεται ξεκάθαρο ότι αυτός ο τόπος δεν ανήκει σε κάποιο όνειρο, είναι ένας τόπος που διασχίζει κανείς στον ξύπνιο του. Στρίβοντας από την τελευταία γωνιά στο πιο απομακρυσμένο μέρος, όπου κατακάθεται περισσότερη σκόνη στα κουτιά με τα κάρβουνα ζωγραφικής από το Παρίσι και ένα κίτρινο κομμάτι μουσελίνας πάνω από το παράθυρο είναι κομμένο συμμετρικά στα δύο αποκαλύπτοντας έναν λευκό ουρανό ανάμεσα σε δύο μικρά τζάμια από σκονισμένο γυαλί, στο μέρος αυτού του τόπου που μοιάζει ξεχασμένο ή εγκαταλειμμένο ή τουλάχιστον έχει μείνει για περισσότερο καιρό από τους άλλους ανενόχλητο, δεν φαίνεται ξεκάθαρο ότι αυτός ο τόπος δεν είναι τόπος ονείρου, μολονότι είτε ανήκει εξολοκλήρου σε αυτό το όνειρο είναι δύσκολο να πει κανείς, είτε μόνο μερικώς, το πώς ανήκει ταυτοχρόνως και στο όνειρο εκείνο και σε αυτό τον ξύπνιο είναι δύσκολο να πει κανείς – κατά πόσο στέκεται κανείς σε αυτό τον ξύπνιο και κοιτάζει μέσα από την είσοδο της πόρτας εκείνο το πιο σκονισμένο μέρος, εκείνο το όνειρο, ή είτε περπατά κανείς σε αυτό τον ξύπνιο σε μια γωνιά σε ένα μέρος καλυμμένο με περισσότερη σκόνη, σε ένα πιο φιλτραρισμένο φως από το φως του ονείρου, το φως που εισέρχεται από το κιτρινισμένο σεντόνι.
Φωτό: Francesca Woodman
11 Πέμπτη Ιολ. 2013
9.
Καθώς κάθομαι στο τραπέζι ενός εστιατορίου και περιμένω, βλέπω με την άκρη του ματιού μου ξανά και ξανά ένα παιδί να έρχεται στο λευκό μαρμάρινο πλατύσκαλο της εισόδου και, έκτοτε, κάθε που κοιτάζω εκεί πέρα, δεν βλέπω ένα παιδί αλλά τις σκιές που ρίχνει η λάμπα του δρόμου ενός κλαδιού με μεγάλα φύλλα που κινείται μέσα στον άνεμο φεύγοντας από το ποτάμι στα μέσα του καλοκαιριού.
10.
Ένα βράδυ, καθώς ξαπλώνω στο σκοτάδι, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, ένα βράδυ που ο ύπνος έρχεται εύκολα γιατί είμαι εξαντλημένη, φέρνω στο νου μου, για ψυχαγωγία και συντροφιά, την εικόνα του, όπως συχνά κάνω, ακόμη και τώρα που δεν είναι πια μαζί μου. Είμαι τόσο κουρασμένη τούτη τη φορά, που μόνο να τον φανταστώ να στέκεται μπορώ σε ένα φωτισμένο σημείο απέναντι στον τοίχο ενός δωματίου. Τον έχω εκεί, μπροστά στα μάτια μου, σχεδόν αμέσως όμως αρχίζει να με παίρνει ο ύπνος. Τώρα, καθώς με παίρνει ο ύπνος, στρέφει αυτοβούλως τα νώτα του και φεύγει, φεύγει μακριά μου, και εκπλήσσομαι τόσο, που ξυπνώ: ήμουν πολύ αδύναμη για να τον κρατήσω. Τούτη τη φορά βρισκόταν εδώ ενάντια στη θέλησή του, ήθελε να φύγει και περίμενε για τη στιγμή που θα ήμουν πολύ αδύναμη να τον κρατήσω, κι όταν αυτό έγινε, περπάτησε έξω από το φωτισμένο σημείο και έφυγε μακριά μου.
28 Παρασκευή Ιον. 2013
8.
Περνώ από τη βιτρίνα ενός μικρού μαγαζιού που το αποκαλούν νοσοκομείο για κούκλες και δεν βλέπω μόνο τις κούκλες μέσα να κάθονται ή να στέκονται γυμνές ή ντυμένες στη βιτρίνα και γύρω στους τοίχους του δωματίου, αλλά και τη γριά ιδιοκτήτρια ακίνητη σε μια πολυθρόνα, να έχει τα πόδια απλωμένα και τα χέρια στους βραχίονες και να κοιτάει έξω απ’ το μαγαζί επίμονα με ένα βλέμμα θυμού και πένθους. Ύστερα από λίγες ώρες, ξαναπερνώ από την αντίθετη τώρα κατεύθυνση και βλέπω εκείνην και τις κούκλες της στην ίδια στάση, και την επομένη, όταν ξαναπερνώ, το ίδιο, εκείνη και οι κούκλες της είναι στην ίδια στάση, και μερικές μέρες μετά βλέπω πάλι το ίδιο. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν η νεκρή φύση μέσα της την οδήγησε στο να ξοδεύει τόσες ώρες στην επιχείρηση με τις κούκλες ή αν η επιχείρηση με τις κούκλες τής δίδαξε αυτήν τη νεκρή φύση.
11 Τρίτη Ιον. 2013
6.
Καθώς τρώω το καρότο μου, διαβάζω το στίχο κάποιου ποιητή. Παρότι ξέρω ότι τον έχω διαβάσει –τα μάτια μου τον έχουν προσπεράσει κι έχω ακούσει τις λέξεις μέσα στα αυτιά μου–, είμαι σίγουρη έπειτα ότι δεν τον έχω στ’ αλήθεια διαβάσει. Εννοώ, ίσως, καταλάβει. Αλλά μπορεί να εννοώ φάει: δεν τον έχω φάει γιατί έτρωγα ήδη το καρότο. Το καρότο είναι κι αυτό μια γραμμή.
7.
Αποφάσισα, όταν πάω, να πάρω μαζί μου ένα βιβλίο. Είμαι κουρασμένη, δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα το κουβαλήσω, αν και το βιβλίο είναι μικρό. To διαβάζω προτού πάω, και διαβάζω: «Το αρχαίο βραχιόλι που μου χάρισε με μια ντουζίνα λουλούδια χαραγμένα στον γυαλισμένο μπρούντζο». Σε αυτό το σημείο μού φαίνεται πως, όταν βγω έξω, θα είμαι σε θέση να φορέσω το βιβλίο γύρω από τον καρπό μου.
03 Δευτέρα Ιον. 2013
5.
Καθαρίζω το πάτωμα της κουζίνας. Φοβάμαι να κάνω το τηλεφώνημα που προγραμμάτισα να κάνω στις εννέα. Τώρα είναι εννέα και έχω καθαρίσει το πάτωμα της κουζίνας. Αν βάλω τον κουβά στη θέση του, αν κρεμάσω το φαράσι, τίποτα τότε δεν θα έχει μείνει ανάμεσα σ’ εμένα κι εκείνο το τηλεφώνημα, όπως όταν στο όνειρό του ο πρώην δεν φοβόταν την εκτέλεσή του μέχρι που ήρθαν να τον ξυρίσουν. Φοβόταν γιατί τίποτα πια δεν υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνον και την εκτέλεσή του.
Κατά τις εννέα αρχίζω να διστάζω. Εκεί που σκέφτομαι ότι θα ’ναι κοντά εννέα και μισή, μόλις πέντε λεπτά έχουν περάσει: η διάρκεια του χρόνου που αισθάνομαι είναι στην πραγματικότητα το απροσμέτρητο του δισταγμού μου.
Κάνω το τηλεφώνημα τώρα. Το πρόσωπο το οποίο καλώ απαντά αλλά λέει ότι πρέπει να με καλέσει μετά και ότι θα τηλεφωνήσει πριν απ’ τις δέκα. Βρίσκομαι επάνω όταν χτυπά το τηλέφωνο. Ο χτύπος είναι οξύτερος γιατί δεν είχα υπολογίσει ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο μες στα επόμενα είκοσι πέντε λεπτά. Απαντώ· είναι κάποιος άλλος του οποίου η φωνή μοιάζει κι αυτή οξύτερη.
Η ώρα είναι δέκα τώρα. Κατεβαίνω στην μπροστινή βεράντα. Νομίζω πως θα χτυπήσει το τηλέφωνο ενόσω είμαι εδώ έξω. Μετά νομίζω ότι το τηλέφωνο χτύπησε όντως τότε.
Το τηλέφωνο χτυπά με το που μπαίνω μέσα, αλλά είναι πάλι κάποιος άλλος. Αργότερα πάλι θα νομίσω ότι ίσως δεν ήταν εκείνο το πρόσωπο μα το άλλο που υποτίθεται θα τηλεφωνούσε.
26 Κυριακή Μάι. 2013
4.
Στη σύντομη διακοπή ρεύματος αισθάνομαι τον ίδιο μου τον ηλεκτρισμό κομμένο και ότι δεν θα μπορώ να σκεφτώ. Φοβάμαι ότι η διακοπή ρεύματος μπορεί να μην έχει σβήσει μόνο τη δουλειά που έχω κάνει αλλά και μέρος της δικής μου μνήμης.
Αργά την ίδια μέρα, στη βροχή, βλέπω ένα στραπατσαρισμένο καφετί πράγμα καταμεσής του δρόμου. Νομίζω πως είναι κάποιο ζώο. Στενοχωριέμαι για την τύχη του και για όλα τα στραπατσαρισμένα ζώα που έχω δει στο δρόμο και στην άκρη του δρόμου. Όταν πλησιάζω, ανακαλύπτω ότι δεν είναι ζώο αλλά χαρτοσακούλα. Η στενοχώρια μου μένει. Τότε ανακαλύπτω ότι μπορεί να αισθάνομαι για μια χαρτοσακούλα την ίδια στενοχώρια που αισθάνομαι για ένα ζώο.
18 Πέμπτη Απρ. 2013
3.
Eκείνη τη μέρα κυριεύομαι από ανήθικα ή απεχθή συναισθήματα – νιώθω μίσος για κάποιον που νομίζω πως θα έπρεπε κανονικά να αγαπώ, μίσος απέναντι στον εαυτό μου, και αποθάρρυνση ως προς τη δουλειά που νομίζω πως θα έπρεπε κανονικά να κάνω. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο του δανεισμένου σπιτιού μου, έξω απ’ το στενό παράθυρο του πιο μικρού δωματίου. Ξαφνικά, νά το, είναι εκεί, το ίδιο μου το πνεύμα: ένα αλλόκοτο λευκό σκυλί με κυρτωμένα πόδια και κλυδωνισμένο κεφάλι που καρφώνει το βλέμμα στη γωνία της βεράντας με ένα τρελό, όλο καταρράκτη μάτι.
14 Κυριακή Απρ. 2013
2.
Κάθομαι στο πάτωμα του μπάνιου που γειτνιάζει με το δωμάτιό μου του ξενοδοχείου. Είναι σχεδόν χαράματα και έχω πιει πολύ, σε βαθμό που ορισμένα απλά πράγματα μου προκαλούν μεγάλη έκπληξη. Εκτός κι αν δεν είναι απλά. Το ξενοδοχείο είναι εξαιρετικά ήσυχο. Κοιτάζω τα γυμνά πόδια μπροστά μου και σκέφτομαι: Αυτά είναι τα πόδια της. Σηκώνομαι και κοιτάζω στον καθρέφτη και σκέφτομαι: Νά την. Σε κοιτάζει.
Έπειτα λέω στον εαυτό μου: Πρέπει να πεις «αυτή» αν είναι έξω από σένα. Αν το πόδι σου είναι εκεί, είναι εκεί μακριά σου, είναι το πόδι «της». Στον καθρέφτη βλέπεις κάτι σαν το πρόσωπό σου. Είναι το πρόσωπό «της».
μετάφραση: Ε.Π.
12 Παρασκευή Απρ. 2013
Posted exwtico-μετάφραση, αναδημοσιεύσεις, ξένη πεζογραφία
in≈ 1 σχόλιο
1.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, αργά το βράδυ, κοιτώ μέσα από τη βιτρίνα μιας καφετέριας. Είναι όλα πορτοκαλί, με πολλές ανακοινώσεις γύρω, ο πάγκος πωλήσεων και τα σκαμπό γυμνά, γιατί το μαγαζί είναι κλειστό και, στο βάθος, στον καθρέφτη που καλύπτει τον πίσω τοίχο, πίσω στο βάθος του μαγαζιού και στο βάθος του αντικατοπτρισμού του, στο σκοτάδι αυτού του καθρέφτη, που είναι και δεν είναι το σκοτάδι της νύχτας πίσω μου, του δρόμου που περπατώ, όπου βρίσκεται το σκοτεινιασμένο κτίριο Borough Hall με τα θολωτά στηρίγματα πίσω μου, αν και αόρατα στον καθρέφτη, βλέπω το λευκό μου σακάκι να με προσπερνά φτερουγίζοντας από το σώμα, να προχωρά με βιασύνη ώσπου είναι πλέον αργά. Δεν βλέπω το κεφάλι ή τα χέρια μου, μόνο το σακάκι μου να με προσπερνά φτερουγίζοντας, και σκέφτομαι πόσο απομακρυσμένη είμαι, αν είμαι όντως εγώ. Έπειτα σκέφτομαι πόσο απομακρυσμένο, τουλάχιστον, είναι εκείνο το φτερωτό λευκό πράγμα, επειδή είμαι εγώ.
μετάφραση: Ε.Π.
Η Λίντια Ντέιβις (1947) είναι Αμερικανή διηγηματογράφος, μεταφράστρια από τα γαλλικά και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Άλμπανι (SUNY). Από το 1974 ώς το 1978 ήταν σύζυγος του Πολ Όστερ, με τον οποίο έκανε ένα παιδί. Είναι υποψήφια για το Λογοτεχνικό Βραβείο Μπούκερ 2013.
*
Τα «Μπερδέματα» αποτελούνται από 12 μικρές ιστορίες, που θα αναρτώνται εδώ αυτοτελείς.
20 Δευτέρα Αυγ. 2012
Posted exwtico-μετάφραση, ξένη ποίηση
inΕτικέτες
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.