Ετικέτες

,

«Πόσο αντιδραστικός, πόσο συντηρητικός μπορεί να είναι κάποιος που δεν πιστεύει σε τίποτα;» 

Αξιοπρόσεκτο ντεπούτο κάνει ο 33χρονος Γιώργος Λαμπράκος, γράφοντας ένα βιβλίο-μινιατούρα που ξαφνιάζει με τη δύναμη των λέξεών του. Ο ένας και μοναδικός ήρωας του βιβλίου, ο Μανόλης Αλεξανδράκης, είναι ένας μισάνθρωπος και αντι-κοινωνικός που προτού αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο κληροδοτεί, χωρίς αξιώσεις συγγραφέα, ένα ηλεκτρονικό μανιφέστο στους αναγνώστες του (ηλεκτρονικούς και μη). Το μανιφέστο του, ένα είδος «ιδιαίτερης» κοσμοθεωρίας, παρότι αρνείται, δίχως υπερβολή, καθετί που θεωρούμε υπαρκτό, δείχνει τελικά περισσότερη και από τη συνηθισμένη μέριμνα για την ανθρώπινη κατάσταση μα και για τη σύγχρονή μας κοινωνία.

Καταθέτοντας σε μορφή αποφθεγμάτων μια φιλοσοφία περί «μοναδιότητας», ο κύριος Αλεξανδράκης ανασκευάζει, λεκτικά και μη, την ιδέα της μοναχικότητας μεταφέροντάς μας παραπέρα, στο χώρο της μοναδικότητας. Δεν πρόκειται ωστόσο για την οραματιστική γη κάποιας ιδανικότητας, αλλά τη συναισθηματική μετάλλαξη του ανθρώπου σε μονάδα.  

Για να στηρίξει το σύστημά του ο Αλεξανδράκης χρειάζεται προφανώς τον Θεό (το πρώτο κινούν) αλλά και την τεχνολογία (τη μηχανή). Ο Θεός υπάρχει, αλλά έσφαλε με τη δημιουργία του εκτρώματος – ανθρώπινου είδους και πάσχει αποσυρμένος στη μετα-δημιουργική του θλίψη. Ό,τι ανήκει στην κοινωνική σύμβαση, όπως η ανατροφή, το σχολείο, η πολιτική, η τέχνη και οι παραισθησιογόνες ουσίες (ναρκωτικά και αλκοόλ), ακόμη και το σεξ ως συνουσία και συνύπαρξη, απορρίπτονται με τη σπιρτάδα του σαρκασμού σε όψη φιλοσοφικών επιχειρημάτων. Από τον πλανήτη ο Αλεξανδράκης κρατά μονάχα το Διαδίκτυο. 

Το σφάλμα στη λογική τού να πιστεύει σε κάτι που ο άνθρωπος (τον οποίο θέλει να εξαφανίσει) δημιούργησε, προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με μια «θεολογική» αυτο-υπέρβαση: το Διαδίκτυο το είχε οραματιστεί παιδιόθεν ο ίδιος με τη σύλληψη του αόρατου ανθρώπου και, αν ήταν μεγαλύτερος, θα το είχε εφεύρει. Τώρα, μέσω του «μοναδικού ιού» (αφού δεν μπορεί για λόγους ιστορικούς να είναι ο μοναδικός υιός), του «μοναδιού», θα αφανίσει τον «ανθρωπιό». Ο ίδιος είναι ένας μετάνθρωπος, το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μονάδα. Κάποιος εκτελεστής- προφήτης.

« “Εν αρχή ήταν ο λόγος. Κάποιων άλλων. Εντέλει θα είναι πάλι ένας λόγος. Ο δικός μου. // Ευαγγελίζομαι μια νέα τάξη που δεν θα περιλαμβάνει ανθρώπους αλλά μονάδες. Είμαι ένας μετάνθρωπος, είμαι ένας και μοναδικός μετάνθρωπος. Είμαι ο πρώτος που ανήκει εκεί όπου κανείς ακόμα δεν ανήκει. Η νέα τάξη, η τάξη των μονάδων, θα γίνει η μοναδική τάξη […]”».

Η λογική ανακολουθία σε οποιοδήποτε σύστημα σκέψης μα και η διάψευσή του από την πραγματικότητα την ίδια οδηγούν αναπόφευκτα εκείνον που το συνέλαβε είτε στην αλλαγή στάσης είτε στην παραίτηση. Ο ήρωας, αφοσιωμένος στη φιλοσοφία και ακολούθως στον κεκλεισμένων των θυρών τρόπο ζωής του, επιλέγει με εντιμότητα το δεύτερο. Τα μηνύματα συμπαράστασης που δέχεται από το ηλεκτρονικό του μανιφέστο μάλλον τον «πνίγουν» συναισθηματικά εφόσον ακυρώνουν έμπρακτα την άρνησή του για τον άνθρωπο. Η ανθρώπινη επικοινωνία μοιάζει έτσι αποφατικά εφικτή· με τη συνδρομή μηχανικών συστημάτων, η μηχανή ενώνει – η αγάπη, η καλοσύνη, η ανθρωπιά «εκδικούνται» με σύγχρονα μέσα. (Έστω ως λέξεις.)

Ο Αλεξανδράκης, κάποιος άγνωστος πλην όμως οικείος σ’ εμάς ευφυής εγκληματίας με καλοδουλεμένο πλάνο εξόντωσης του κόσμου εγκαταλείπει μεταμορφωμένος σε κάποιον άγιο-ποιητή, που ενώπιον του ανθρωπινού του καθρέφτη παραδέχεται την ήττα του και τελικά αυτοχειριάζεται. Στο ηλεκτρονικό του μανιφέστο, η διάκριση ανάμεσα στον εγκληματία και τον άγιο είναι εντελώς σχετική και, αναλόγως, η μετάβαση από τη μηχανή (ευφυής εγκληματίας) στον άνθρωπο (άγιος-ποιητής) γίνεται, από άποψη λογοτεχνίας, αριστοτεχνικά. Οι λέξεις, οργανωμένες εξαρχής με καθαρότητα, λακωνικότητα, περιεκτικότητα και μαθηματικό σχεδόν υπολογισμό, τελικά σπάνε, όπως καθενός το γύψινο προσωπείο, με φρίκη, μπρος στα ανθρώπινα συναισθήματα.

Που άλλοι τα αντέχουν, κάποιοι άλλοι πάλι όχι. Αυτή η φυσική ανθρώπινη αδυναμία τού «συναισθάνεσθαι» ωστόσο είναι που προσδίδει στο τελευταίο μέρος του κειμένου όλο το βάθος που ανήκει στην τέχνη. Και το ηλεκτρονικό μανιφέστο του «ιδεολόγου» ήρωα εγκολπώνεται όλα τα είδη του λόγου, καταφέρνοντας έτσι να παραμείνει ελεύθερο, ειδολογικά ανένταχτο.  

Πρόκειται για μια άξια λόγου ιδιοσυγκρασιακή κατάκτηση έξω από τον αδιάφορο ατομισμό.

Η παραπάνω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Index (τεύχος 38)